Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Το λουτρό της παραμονής των Χριστουγέννων

 Του Χάρη Αγγελή

Στο σπίτι με τις παγωνιές, το νερό είχε έναν και μόνο προορισμό: να πίνεται. Κανείς δεν τολμούσε να βγει ως την τουλούμπα για να πλυθεί, το κρύο εκεί έξω δάγκωνε σαν λύκος και μπορούσε να σου κόψει την ανάσα. Η μάνα το ήξερε καλά αυτό και δεν έκαιγε τον νου της για την καθαριότητα των παιδιών όσο εκείνα έμεναν μέσα. Όμως όταν έφτανε η ώρα της εκκλησίας, ούτε λέξη, δεν περνούσαν την εξώπορτα αν δεν άστραφταν τα ρούχα και τα προσωπάκια τους από καθαριότητα.

Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η μεγάλη αφορμή. Από το προηγούμενο βράδυ άναβε η μάνα τη σόμπα και το τζάκι για να ζεστάνει ο οντάς. Έφερνε το σκαφίδι και το πράσινο σαπούνι, γέμιζε δυο γκιούμια νερό από την παγωμένη τουλούμπα και τα ζέσταινε στην κατσαρόλα και τον τέντζερη. Με το νερό της κατσαρόλας έλουζε τα κεφαλάκια, και με το νερό του τέντζερη τα ξέπλενε, ώσπου ο ατμός γέμιζε το δωμάτιο σαν σύννεφο.

—Ελάτε, ποιος θα λουστεί πρώτος; φώναζε με τα μανίκια σηκωμένα.

Καμία απάντηση. Τα παιδιά έκαναν πως δεν άκουγαν, μαζεμένα στις γωνιές σαν γατάκια που ξέρουν τι τα περιμένει.

—Ελάτε, παιδάκια μ’, να τελειώνουμε. Νύχτωσε, πότε θα κοιμηθείτε;

Τίποτα. Μόνο πνιχτά γελάκια και κλεφτές ματιές. Τότε η μάνα άλλαζε τόνο.

—Εγώ στην εκκλησία έτσι δεν σας πάω να μεταλάβετε. Θα σας αφήσω εδώ να γεμίσετε αμαρτίες.

Η λέξη «αμαρτίες» έκανε όλα τα κεφαλάκια να αναδεύονται, σαν φίδια που τα χτυπάει ο ήλιος της άνοιξης. Κι όμως, η αδιαφορία τους εξακολουθούσε να είναι τάχα κρυμμένη.

Τελευταίο της όπλο ήταν η ντροπή. Γύριζε στον μεγάλο.

—Καλά εσύ, Χάρη… του χρόνου θα πας σχολείο. Είσαι κοτζάμ παιδί. Δεν ντρέπεσαι τους συμμαθητές σου που θα ’ναι λουσμένοι και καθαροί;

Ο Χάρης λύγιζε πρώτος. Γονάτιζε μπροστά στο σκαφίδι, με το κεφάλι σκυμμένο.

—Έτσι μπράβο, πουλάκι μ’, έλεγε η μάνα. Τα μάτια κλειστά, να μην τσούξει το σαπούνι.

Με δυο χέρια σαπούνι τα κεφάλια άστραφταν. Και πάντα κάποιο θα ξεχνούσε να κρατάει κλειστά τα μάτια, τότε αρχίζανε τα κλάματα, τα μαλώματα και τα παρακάλια. Μετά έτρεχαν να αλλάξουν τις μάλλινες φανέλες, κι εκεί γίνονταν άλλες τόσες αψιμαχίες. Μα στο τέλος, η μάνα πετύχαινε τον σκοπό της, καθαρά παιδιά, έτοιμα για τα Χριστούγεννα.

Για να μεταλάβουν όμως, έπρεπε και να νηστέψουν. Το φαγητό τους ήταν μια φέτα ψωμί με ζάχαρη και λίγο νερό για να κολλήσει, ψωμί με κρεμμύδι και αλάτι ή κορόμηλα λιασμένα από το καλοκαίρι, βρασμένα με λίγη ζάχαρη, αυτά που έτρωγε όλη τη Σαρακοστή η γιαγιά, η θείτσα και η μάνα. Ο πατέρας από την άλλη δεν είχε πολλές σχέσεις με την εκκλησία. Μόνο στη γιορτή του πήγαινε, μην του βγει κανένα σουσούμι, γιατί ο μπατζανάκης του ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά.

Τα παιδιά δεν άντεχαν τόσες μέρες νηστεία. Πεινούσαν, γκρίνιαζαν, και τα κορμάκια τους, λεπτά σαν ζεύλες που μπαίναν στον σβέρκο των αγελάδων για το κάρο, έδειχναν όλη την ταλαιπωρία τους.

—Αρτυθείτε εσείς… και θα μεταλάβετε, έλεγε τότε η μάνα. Θα πάρω εγώ την αμαρτία.

Κι εκείνα, μισοχαρούμενα, έτρωγαν ό,τι τους έβαζε.

Τρεις ώρες πριν τα χαράματα, η καμπάνα του παπά ξυπνούσε το χωριό. Τα καντήλια άναβαν από οντά σε μαγειρείο και πίσω, λάμπες φώτιζαν τα σπίτια. Η μάνα ξυπνούσε τα ζουρζουβούλια της σιγά-σιγά. Τους έβαζε καθαρά πουκάμισα, κολόβια, σακάκια, κοντά βρακάκια, τσιρέπια και καβουτσούκια. Μοσχομύριζαν πράσινο σαπούνι κι έλαμπαν, όπως τους έλεγε.

Έτσι ξεκινούσαν, σαν κλώσσα με τα κλωσσόπουλα. Τα δίδυμα και ο δεύτερος πιάνονταν από τη φούστα της μάνας. Ο μπέμπης στην αγκαλιά, τυλιγμένος με μαντανία. Ο Χάρης μπροστά-μπροστά, φουσκωμένος σαν το κριάρι του κοπαδιού.

Όταν μπήκαν στην εκκλησία, όλα τα παιδιά έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Για πρώτη φορά έβλεπαν εικόνες αγίων, παιδάκια άγνωστα αλλά ίδια ισχνά μ’ αυτά, κοριτσάκια με κοτσιδάκια, άντρες φαλακρούς, κοπέλες με φορεσιές, γιαγιάδες όλες ντυμένες ίδιες. Άκουγαν τις ψαλμωδίες χωρίς να καταλαβαίνουν, έβλεπαν τον παπά να θυμιατίζει, το παπαδοπαίδι να σκορπά λιβάνι, εκείνη τη μυρωδιά που μένει ανεξίτηλη στη μνήμη.

Όταν ο παπάς είπε «Μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», η μάνα έκανε νόημα.

—Πάμε να πάρουμε σειρά.

Στριμώχτηκαν όλα κοντά στην πόρτα. Πρώτος μετάλαβε ο μπέμπης, ύστερα τα υπόλοιπα και τελευταία η μάνα.

Στον δρόμο του γυρισμού, ένα από τα δίδυμα ψιθύριζε συνεχώς «Κύριε, ελέησον…» με ύφος βαθιάς ευλάβειας. Τα άλλα τρία ξεκαρδίζονταν στα γέλια, και η μάνα, κουρασμένη αλλά ήσυχη πια, τα κοιτούσε και χαμογελούσε.

Ήταν Χριστούγεννα, κι ας είχαν πεινάσει, κι ας είχαν κλάψει με το σαπούνι. Ήταν Χριστούγεννα, κι η ζεστασιά στο σπίτι με τις παγωνιές γεννιόταν όχι από τη σόμπα, αλλά από τη φροντίδα και την αγάπη της μάνας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας