Χωματόδρομος.
Η άνοιξη ξεμυτίζει από εδώ και από εκεί στην αρχή δειλά κι αμέσως ύστερα οργιαστικά.
Το πράσινο απλώνεται πληθωρικό και σκαρφαλώνει παντού. Κι εγώ, ξυπνημένος από όνειρα
μισοξεχασμένα κιόλας, λέω να βγω και πάλι ξυπόλητος στον δρόμο κατά το πρόσταγμα
των αρχαίων Σελλών, ώστε η άμεση επαφή μου με τη γη να μου χαρίζει τη δύναμη του
βίου. Από τα έγκατα θα αντλώ τις δυνάμεις μου και θα έχω αόρατες ρίζες που θα μπαινοβγαίνουν
αυτόματα με κάθε μου βήμα στο χώμα και θα με ωθούν προς τα εμπρός.
Ο δρόμος εκτείνεται μπροστά μου μοναχικός, άδειος και μελαγχολικός και διακόπτεται
μόνο από την εμφάνιση μικρών εκπλήξεων, που η φύση τις δημιουργεί και μας προορίζει
να τις συναντήσουμε. Η φύση τρέχει πάντα μπροστά κι εμείς την ακολουθούμε κι έτσι
την τιμάμε και τη χαιρόμαστε. Μαζί της βγαίνω κι εγώ μέσα στο πρώτο φως της ημέρας,
τη βαριά δροσιά της νύχτας, την ακοίμητη θλίψη και την αναθαρρημένη χλόη. Με συνοδεύουν
τα πρώτα ξεφωνητά των πουλιών που διασχίζουν τον ουρανό, ξέροντας επακριβώς πού
πάνε και γιατί. Τα βλέπω και ζηλεύω. Μακάρι να ήξερα κι εγώ αυτό που ξέρουν καλά
τα πουλιά, τόσο στα φυσικά όσο και στα μεταφυσικά μου σκιρτήματα. Όμως πατάω σταθερά
στο χώμα κι εκεί νιώθω τη μόνη δύναμη που με κτίζει και με συνθέτει άρτια και με
προβάλλει εν όλω στον κόσμο.
Του
Ηλία Κεφάλα