Μια
φωτογραφία, ελαφρώς επιχρωματισμένη με τα χρώματα του παρελθόντος, ταπεινά και
συγκρατημένα. Μπροστά της, ένας στρατιώτης του Μικρασιατικού Πολέμου, ο
Κωνσταντίνος Μαγκάτος, όρθιος, μόνος, ακίνητος, σαν να στέκεται φρουρός της
ίδιας της μνήμης. Η στολή του φθαρμένη από το ταξίδι του χρόνου, οι περικνημίδες,
οι αρβύλες, το δίκοχο - όλα φορεμένα με τάξη, με σεβασμό, σαν να τον
φωτογράφιζαν για την ιστορία κι όχι για ένα οικογενειακό άλμπουμ.
Το
αριστερό του χέρι ακουμπά σταθερά στη ζώνη του - μια στάση αυτοκυριαρχίας, ίσως
και περηφάνιας. Το δεξί, πίσω από το σώμα, κρυμμένο, σαν να κρατά κάτι που δεν
βλέπουμε: την απώλεια, τον φόβο, τις σκιές του πολέμου. Είναι άοπλος, κι όμως,
μοιάζει πιο δυνατός έτσι. Γιατί το όπλο του είναι η ίδια του η στάση – αγέρωχη,
αμετακίνητη.
Το
ύφος του δεν είναι πολεμικό, είναι ανθρώπινο. Περήφανο, όχι από αλαζονεία, αλλά
από συναίσθηση ευθύνης. Ίσως δεν ξέρει ακόμη τι του επιφυλάσσει η ιστορία. Ίσως
έχει ήδη δει περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να αντέξει. Κι όμως, στέκεται εκεί,
μέσα στο στούντιο, παγωμένος στο χρόνο, για να μας θυμίζει κάτι που η μνήμη μας
παλεύει συχνά να ξεχάσει: ότι πίσω από τις χρονολογίες και τις μάχες, υπήρχαν
άνθρωποι. Και αυτός είναι ένας από αυτούς.
Μια
εικόνα. Ένας στρατιώτης. Ένα βλέμμα που ταξιδεύει από το τότε στο τώρα - κι
ίσως, κάποτε, στο πάντα.