Στο
κωδωνοστάσιο του Αγίου Αθανασίου, ο χρόνος δεν περνά, στέκεται. Στέκεται όπως
τα πουλιά πάνω στον σταυρό, ακίνητα κι όμως άγρυπνα, σαν να φυλάνε όχι τον
ουρανό αλλά τη μνήμη του χωριού. Το ρολόι δείχνει μια ώρα συγκεκριμένη, μα το
Βαλτινό ξέρει πως αυτή η ώρα επαναλαμβάνεται αδιάκοπα, είναι η ώρα της
επιστροφής, της αναμονής, της σιωπηλής προσευχής.
Ο
πύργος υψώνεται λιτός, χωρίς επίδειξη. Τα τούβλα του κουβαλούν χειμώνες,
πανηγύρια, κηδείες, βαφτίσια. Κάθε χαραμάδα του είναι και μια ανάσα ανθρώπινη.
Το ρολόι δεν μετρά μόνο λεπτά, μετρά βήματα που χάθηκαν στον δρόμο, φωνές που
σώπασαν, υποσχέσεις που δόθηκαν χαμηλόφωνα, κάτω από τη σκιά του.
Και
πάνω απ’ όλα, ο σταυρός. Όχι μόνο ως σύμβολο πίστης, αλλά ως άξονας που ενώνει
γη και ουρανό. Εκεί κάθονται τα πουλιά, οι πελαργοί, αγγελιοφόροι της εποχής,
πλάσματα που δεν γνωρίζουν σύνορα ούτε ιδιοκτησία. Σαν να μας θυμίζουν ότι ο
άνθρωπος, όσο κι αν μετρά τον χρόνο με δείκτες, ανήκει τελικά στο πέρασμα, όχι
στη διάρκεια.
Όταν
χτυπούν οι καμπάνες, δεν καλούν μόνο τους πιστούς. Καλούν το ίδιο το χωριό να
θυμηθεί τον εαυτό του. Να σταθεί για λίγο ακίνητο, όπως οι δείκτες που μοιάζουν
να διστάζουν πριν προχωρήσουν, και να συλλογιστεί, τι είναι αυτό που μένει όταν
όλα περνούν;
Ίσως
να μένει αυτό ακριβώς που βλέπουμε στη φωτογραφία, η σιωπηλή συνύπαρξη του
χρόνου, της πίστης και της φύσης. Ένα κωδωνοστάσιο που δεν υψώνεται για να
επιβληθεί, αλλά για να θυμίζει, πως ακόμα και στο πιο μικρό χωριό, ο ουρανός είναι πάντα παρών.
