Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Ο Γκιώνης


Ο Γκιώνης, είναι ένας είδος νυκτόβιου πτηνού, που ανήκει στην ίδια ομάδα με την κουκουβάγια, τον μπούφος κ.α.
Η επιστημονική ονομασία του γκιώνη είναι Otus scops (Ώτος ο σκωψ). Η λέξη "ώτος" (από το ους = αφτί), σημαίνει τον "αφτιά" και αναφέρεται στα χαρακτηριστικά αντία του γκιώνη, που μοιάζουν με αφτιά. Ο όρος "σκωψ" ετυμολογείται από το "σκώπτω" και αναφέρεται στο επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα του. Η λέξη γκιώνης είναι ηχομιμητική και προσομοιάζει το άκουσμα της φωνής του πουλιού. Άλλες κοινές ονομασίες είναι νυχτοπούλι και κλώσσος.


Υπάρχει μια πολύ γνωστή λαϊκή παράδοση που προσπαθεί να εξηγήσει το λάλημα του γκιώνη. Ήταν, κατά την παράδοση, δύο αδερφοί ο Γκιώνης (ή Αντώνης) και ο Δήμος. Ο Δήμος λοιπόν σκότωσε τον Γκιώνη και όταν το μετάνιωσε μεταμορφώθηκε από τη λύπη του (ή τον μεταμόρφωσε μετά από δική του παράκληση ο Θεός) σε πουλί, που κλαίει τον αδικοχαμένο αδερφό του: "Γκιων! Γκιων!".


Στον τόπο μας η λαϊκή παράδοση απέδωσε την ιστορία και έμμετρα:
«Ήταν δυο αδέρφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ’ άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον έναν Δήμο λέν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης, δυο αρνάδες χάνει,
ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει,
έρχεται στη στάνη τ’ αδερφού του λέει.
Βρέθηκε και εκείνος στην κακιά του ώρα,
άδικα χολιάζει, σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι φόρα και τον εσκοτώνει.
Μα οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
και ο φονιάς τις βλέπει. στέκεται κλαμένος,
γέρνει το κεφάλι του μετανοιωμένος.
Και ο θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη,
κλαίει νύχτα μέρα, θέλει να πεθάνει,
και τον ελυπήθει και πουλί τον κάνει.
Και γι’ αυτό το βράδυ, όταν σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο, στο δεντρί κλαρώνει
κι’ ολη νύχτα κράζει Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη». 

επικοινωνιστε μαζι μας