Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Τα κάλαντα του Λαζάρου - Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

 

Τα κάλαντα του Λαζάρου είναι ευχετικά τραγούδια που τραγουδιούνται από κοριτσάκια σχολικής, κυρίως ηλικίας. Σκοπό τους έχουν να αποσπάσουν οι μικρές τραγουδίστριες φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη, τον οποίον κολακεύουν με τα παινέματα τους και καλοτυχίζουν με τις ευχές τους. Τα κορίτσια με την καλή διάθεση και την αγνή ψυχή τους είναι «ένα και ένα» για τις ευχές που χρειαζόμαστε, γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενα από όλους. Σπάνια όμως στο χωριό έδιναν φιλοδώρημα δηλαδή νόμισμα στις Λαζαρίνες, έδιναν όμως πολλά καλούδια κόκκινα αυγά, κοκκόσιες και τσιγάλα, σύκα ξερά, γλυκίσματα, ξυλοκέρατα κ.α.

«Θα παν στο Λάζαρο» λέγαμε στο χωριό, και «θα τραγουδήσουν το Λάζαρο». Γι’ αυτό και τα κορίτσια αυτά τα λέγαμε Λαζαρίνες.

Και οι Λαζαρίνες ετοιμάζονταν αρκετές μέρες πριν, τουλάχιστον όλη την προηγούμενη εβδομάδα μέχρι την Παρασκευή το βράδυ, παραμονή του Λαζάρου. Κύρια προετοιμασία ήταν το καλάθι. Το καλάθι των κοριτσιών έπρεπε να είναι όμορφο, κομψό, και καταστολισμένο με λουλούδια. Πρώτα όμως έπρεπε να βρεθεί το καλάθι. Άλλοτε το είχαν φυλαγμένο από πέρυσι, άλλοτε το δανείζονταν από κορίτσια που μεγάλωναν πια, άλλοτε το αγόραζαν. Τη Δευτέρα της εβδομάδας του Λαζάρου το παζάρι ήταν γεμάτο από τέτοια καλαθάκια, μικρά, μεγάλα, μεγαλύτερα. Μερικά ήταν και χρωματιστά. Κάποιες βέργες τους ήταν χρωματισμένες με λίγο θαλασσί, ροζ ή πασχαλί χρώμα. Ήταν λίγο ομορφότερα αυτά και λίγο ακριβότερα. Πολλές φορές το καλαθάκι της Λαζαρίνας το έφτιαχνε ο παππούς ή ο πατέρας, μπορεί και ο νονός.

«Την Παρασκευή το βράδυ έπρεπε να είναι στολισμένο το καλάθι. Για αυτό την Πέμπτη έπρεπε να μαζευτούν τα λουλούδια. Τα λουλούδια ήταν της εξοχής, αυτά που έβρισκες εύκολα στη μεριά και στα ζευγαρολίβαδα. Πιπιρούνες (έτσι έλεγαν τις ανεμώνες) από τη Βρυσοπούλα, ίτσια και ψηλές μαργαρίτες από τα ζευγαρολίβαδα. Το Διαλεσιώτικο το ζευγαρολίβαδο είχε πολλές πιπιρούνες και πολλά ίτσια. Και μέχρι κει έφταναν τα κορίτσια. Έβαζαν και λίγα λουλούδια του κήπου, συνήθως λουλούδια από ανθισμένη κυδώνια λίγη πασχαλίτσα και λίγο αγιόκλημα για πρασινάδα. Τα έκαναν χεριές χεριές τα λουλούδια και τα έδεναν με κλωστή στις βέργες του καλαθιού, τραγουδώντας και κάνα στίχο από το τραγούδι, για παράδειγμα: «με ίτσια, με τριαντάφυλλα, με δύο χεριές λουλούδια».

Το καλάθι είναι έτοιμο. Το κοριτσάκι το χαίρεται, το θαυμάζει και οι μεγάλοι λέν: «πω πω! τι ωραίο καλάθι! ταχιά δεν θα είναι άλλο καλύτερο. Ποιος τόφτιαξε, ποιος το στόλισε;» Ύστερα βάζουν ένα αυγό μέσα και το κρεμάν έξω στην αυλή από το κλαρί ενός δέντρου ή σε ένα στύλο του μπαλκονιού. Εκεί μένει όλη τη νύχτα κρεμασμένο μέχρι τη χαραούλα που θα το πάρει η Λαζαρίνα. Κι η Λαζαρίνα πέφτει γρήγορα να κοιμηθεί, γιατί θα ξυπνήσει πολύ γρήγορα.»

Δυο φορές ντροπή - Διήγημα του Χρήστου Γκίμτσα

 

Έλεγαν πως ήταν ένα ζωηρό παιδί από γεννησιμιού του, ο Στράτος. Έτσι τον βάφτισαν. Και όταν μεγάλωσε και πήγε σχολείο, ξεπέρασε το «ζωηρό» και έγινε άτακτο.
Κάθε τόσο η δασκάλα φώναζε την μάνα του για να της πει πως κάτι έπρεπε να κάνει, γιατί το παιδί δεν πειθαρχούσε με τίποτα.
Προσπάθησε λοιπόν η φουκαριάρα η μάνα να αφοσιωθεί περισσότερο μαζί του, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο.
Το πρωί στην δουλειά -δημοτική υπάλληλος ήταν- και το απόγευμα να τα προλάβει όλα στο σπίτι. Βλέπεις είχε μείνει νωρίς χήρα, και όλα περνούσαν από το χέρι της.
Όλοι έλεγαν πως στο παιδί έλειπε ο πατέρας του, και αυτός ήταν αυτός ο λόγος που έγινε ανυπάκουος. Μπορεί…
Είχε και μία αδελφή, τρία χρόνια μεγαλύτερη του, που ποτέ όμως δεν είχε βάλει το σπίτι σε μπελάδες. Και δεν ήταν μόνο ήσυχη, αλλά προσπαθούσε το καημένο το κορίτσι να βοηθήσει την μάνα όσο μπορούσε.
-Δεν βλέπεις την αδελφή σου! Εσύ πως βγήκες έτσι; ήταν η μόνιμη παρατήρηση που συνοδεύονταν από το ανάλογο τράβηγμα του αυτιού.
Όταν πήγε στο γυμνάσιο, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύριζε σακατεμένος από το σχολείο, και άλλες τόσες, που έστελνε στο σπίτι , κάποιον συμμαθητή του, επίσης σακατεμένο.
Και από γράμματα, άστα. Με το ζόρι τον έσπρωχναν οι καθηγητές από τάξη σε τάξη, θες γιατί λυπόταν την φουκαριάρα την μάνα του, θες γιατί ήθελαν να τον διώξουν μια ώρα αρχύτερα και να ησυχάσουν απ’ αυτόν.
Τον μόνο σύμμαχο που είχε ο Στράτος, ήταν ο θείος του ο Αντώνης , ο αδελφός της μάνας του. Ο Τόνης όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα.
-Καλά κάνει το παιδί και είναι ζωηρό! Το θέλεις να γίνει πρόβατο σαν κάποια άλλα; Ο Στράτος έχει τσαγανό. Τέτοια παιδιά πάνε μπροστά και όχι εκείνα που είναι δεμένα στο βρακί της μάνας τους!.
Τέτοια έλεγε στην αδελφή του και την «έβαζε στον ύπνο».
Η μάνα του Στράτου είχε λίγο μυαλό παραπάνω από τον Τόνη, τέλειωσε μία οικονομική σχολή και στο τέλος βολεύτηκε διοικητική υπάλληλος στο δημαρχείο. Και όσο ζούσε ο μακαρίτης ο άντρας της, όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που τον έχασε σε τροχαίο.
Ο αδελφός της όμως, είχε άλλη άποψη για την ζωή. Ασχολήθηκε με τα πατρικά χωράφια και εδώ που τα λέμε, πήγε καλά ιδίως με τα θερμοκήπια και τα πρώιμα που έβγαζε.
Ήταν και γλεντζές όμως ο Τόνης και το σκορπούσε το χρήμα.
Κάποια μπουζουξίδικα και κάποια απόμερα μπαρ, τα είχε χρυσώσει, μαζί με τα «κορίτσια» που δούλευαν σ’ αυτά.

επικοινωνιστε μαζι μας