Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΠΙ






Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Π και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:

παγάδα  η θηλ. ουσ. τόπος που δεν τον πιάνει ο αέρας, απόγωνος: μαζεύκαν στην παγάδα τα πρόβατα να απαγκειάσουν
παγαδγιάζου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. παγάδγιασα  μέσ. μετοχ. παγαδγιασμένους 1) για καιρό καλμάρω, γαληνεύω: παγάδγιασι  η κιρός όξου· του προυί ήταν ξιρουπαεά (ξεροπαγιά)  2) για πόνο: καταπραΰνω, μαλακώνω: παγάδγιασι λίγου η πονόδοντους, τουν παγάδγιασι η ασπιρίνη ουσ. του παγάδγιασμα
παγανός  επίθ. η παγανός η παγανιά του παγανό· για άνθρωπο  κοντός, λισβός κι μαυριδερός: τουν λεν κι όμορφουν κιόλας! εά…ένας παγανός είνι, τι είνι λες
παΐδα  η θηλ. ουσ.  πληθ. οι παΐδις· η παγίδα· παιδικό κυνηγητικό σύνεργο για τη σύλληψη πουλιών: έστησα παΐδα για να πχιάσου πλια, άλλα ήταν ψόφια άλλα ζωντανά (δημοτ. χορευτ. τραγ.  ο στίχ. υπαινίσσεται «κυνήγι» κοριτσιών από αγόρια, σκωπτικά βέβαια) – παΐδις λέγονταν και οι ακτίνες της ομπρέλλας
παίνια  η θηλ. ουσ.  πληθ. οι παίνις· παίνεμα, καμάρωμα, επίδειξη: όπ’ να πααίνει  κι όπ’ να σταθεί, ούλου παίνις είνι κι για τεαυτόν τουν ίδγιουν κι για τη φαμπλιά τ’ ούλη
πάκια  τα ουδ. ουσ.  οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης κοντά στη μέση και οι μύες γύρω απ’ αυτούς: μι πόνισαν τα πάκια μ’ απ’ του βάρους τα σακκιά που κουβαλούσα ούλη  μέρα
παλαμίζου ρ. μεταβ. και παλαμάω (σπάν.) παρατ. παλάμζα, αόρ. παλάμσα· παλαμίζουμι παλαμίσκα παλαμζμένους· επάλειψη τοίχου και δαπέδου με πολτό λάσπης από χώμα και βουνιά αγελάδας· η επάλειψη αυτή γινόταν με τις παλάμες των χεριών (από κει και η λ. παλαμίζω)· έτσι παλάμιζαν τα παλιά τα χρόνια τα πλινθόχτιστα σπίτια, τις αχυροκαλύβες καθώς και άλλους βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους του σπιτιοό·  ουσ. του
παλιαρούτι  του ουδ. ουσ. πληθ. τα παλιαρούτχια· παλιόρουχο μισοτριμμένο, κουρελιασμένο και χιλιομπαλωμάνο
παλιουμούσκι  του ουδ. ους. μοσχάρι χρονιάρικο, δαμάλι
παλιουρεά  η θηλ. ουσ. 1) το παλιούρι  2) συστάδα παλιουργιών 3) μεταφ. για να δηλώσει την κατάσταση που επικρατεί σε σπίτι ανοικοκύρευτου και τεμπέλη: παλιουρεά στου σπίτι τ’ (δε βρίσκεις τίποτε)
παλιούρι  του  η θηλ. ουσ. πληθ. τα παλιούργια· αγκαθωτός θάμνος· τα παλιούργια τα χρησιμοποιούσαν παλιά για να φτιάξουν φράχτες
παλιουρκόπους  η αρσ. ουσ. ο παλιουροκόπος· κοπτικό εργαλείο για το κόψιμο των παλιουργιών· ήταν πολύ τραχύ αυτό το εργαλείο, γιαυτό και όταν συζητούσαν για κάποιον ανόητο ή κακό, έλεγαν λέλε, παλιουρκόπου απ’ θέλει στου κιφάλι!
πανουγόμι του ουδ. ουσ.  επί πλέον φορτίο, υποχρέωση: δε μ’ έφτανι η θκη μ’ η φαμπλιά μ’ ήφιραν κι τ’ ανίψι  τ’ άντρα μ’ για πανουγόμι – έχου τα βάσανά μ’, έχου κι σένα πανουγόμι
πανουπροίκι  του ουδ. ουσ. το πανωπροίκι· συμπληρωματική ή πρόσθετη προίκα· συνήθως δεν την έδινε ο πατέρας, αλλά τη ζητούσε με το «έτσι θέλω» ο γαμπρός: σιγά ’π’ θα σι δώσου κι πανουπροίκι απού πάν’ – πρόσιξέ τουν καλά αυτόν, θα σι ζητήσει κι πανουπροίκι αύριου μιθαύριου (για προικοθήρα γαμπρό)
πανουσάμαρα  επίρρ. επί πλέον φορτίο πάνω στο ήδη φορτωμένο σαμάρι υποζυγίου: φόρτουσι του γαϊδούρι  μι δυο σακιά στιάρι  κι πανοουσάμαρα έβαλι του μικρό του πιδάκι τ’
πάντγιους   επίθ. η πάντγιους η πάντγια του πάντγιου· στις φράσεις αυτός, η τέτχοιους, η πάντγιους· αυτήν, η τέτχοια, η πάντγια (λέγεται αόριστα και γενικά για κάποιον, όταν θέλουμε να εκφραστούμε αρνητικά (βλ . λ. δείξος και ποίξος)

επικοινωνιστε μαζι μας