Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΑΣ




Ήταν μια φορά κι έναν καιρό
παλιά, πολύ παλιά, στο Βαλτινό
ένας κένταυρος που, όπως όλοι οι κένταυροι, ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο.
Ένα απόγευμα, ενώ έκανε τον περίπατό του στο λιβάδι, πείνασε.
­Τι να φάω; σκέφτηκε. Ένα χάμπουργκερ ή ένα δεμάτι άχυρο; Ένα δεμάτι άχυρο ή ένα χάμπουργκερ;
Κι επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει, έμεινε νηστικός.
Ήρθε το βράδυ και ο κένταυρος θέλησε να κοιμηθεί.
­Που να κοιμηθώ; σκέφτηκε. Στο στάβλο ή σε ένα ξενοδοχείο; Σε ένα ξενοδοχείο ή στο στάβλο;
Κι επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει, έμεινε άυπνος.
Άυπνος και πεινασμένος, ο κένταυρος αρρώστησε.
­Ποιόν να φωνάξω; Σκέφθηκε. Έναν γιατρό ή έναν κτηνίατρο; Έναν κτηνίατρο ή έναν γιατρό;
Η αρρώστια του χειροτέρεψε και, καθώς δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο γιατρό να καλέσει, ο κένταυρος πέθανε.
Ο κόσμος του Βαλτινού πλησίασε το πτώμα κι όλοι ένιωσαν λύπη.
­Πρέπει να τον θάψουμε είπαν. Που όμως; Στο νεκροταφείο του χωριού ή σε κάποιο λάκκο στην περιφέρεια; Σε κάποιο λάκκο στην περιφέρεια ή στο νεκροταφείο του χωριού;
Κι επειδή δεν μπορούσαν να αποφασίσουν, κάλεσαν τον συγγραφέα του παραμυθιού ο οποίος αφού δεν μπορούσε να αποφασίσει και εκείνος γι΄ αυτούς, ανάστησε τον κένταυρο.
Κι έτσι δεν έμαθε κανείς για το τέλος αυτού του παραμυθιού.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


 
 

επικοινωνιστε μαζι μας