Παραμονή
Χριστουγέννων, το απόγευμα, είχε ήδη σκοτεινιάσει από νωρίς, κι ο αέρας μύριζε
κάστανο και καπνό από τις καμινάδες στο χωριό. Η μάνα έβαλε το μεγάλο καρδάρι
στη σόμπα, το γέμισε νερό, κι έφερε μέσα τη σκάφη για να μας πλύνει. Έλεγε πως
το πρωί θα πηγαίναμε στην εκκλησία να κοινωνήσουμε και έπρεπε να είμαστε
καθαροί, σαν άγγελοι. Πρώτη με έλουσε εμένα. Τα μαλλιά μου ήταν μακριά,
ξανθοχάλκινα, ως τη μέση, και σπαστά. Όταν έπιανε η μάνα την τσατσάρα, γινόταν
πανικός. Έκλαιγα, φώναζα, έλεγα πως μου τα ξερίζωνε, κι εκείνη προσπαθούσε να
ξεμπλέξει τα κομπάκια με υπομονή και κοφτές ανάσες.
Στο
τέλος, με δάκρυα στα μάτια, έτρεχα στον πατέρα, που καθόταν σε μια καρέκλα
δίπλα στη σόμπα, και κούρνιαζα στην αγκαλιά του. Έβαζα το δάχτυλο στο στόμα κι
εκείνος μου χάιδευε την πλάτη, σιγοτραγουδώντας το «Συννέφιασε στον Παρνασσό»
με τη βραχνή φωνή του που με ηρεμούσε. Ο αέρας έξω σφύριζε στις γωνίες του
σπιτιού, κι εγώ ένιωθα την ασφάλεια της αγκαλιάς του να μου φτιάχνει έναν
μικρό, ζεστό κόσμο.
Όταν
τελείωσε το τραγούδι, ξάπλωσε στο κρεβάτι και μας φώναξε κοντά του. Ο Γιώργος
ήδη μισοκοιμόταν, μα εγώ ήθελα να μείνω ξύπνια, να ακούσω το παραμύθι. «Ποιο
θες να σου πω σήμερα;» με ρώτησε χαμογελώντας. «Την Πούλια και τον Αυγερινό; Το
Τσιουγκάνι; Ή τη Λαφίνα;» Ήξερε πως πάντα διάλεγα τη Λαφίνα.
Η
Λαφίνα ήταν η ξανθιά νεράιδα με τα λευκά φτερά, που κάθε πρωί πήγαινε στη
λιμνούλα να κάνει μπάνιο. Ο τσαγκάρης που έμενε κοντά την αγαπούσε, μα εκείνη
δεν τον ήθελε. Ο πατέρας, με τη φωνή του γεμάτη εικόνες, μας περιέγραφε πώς η
Λαφίνα, ένα πρωινό που νόμιζε πως ήταν μόνη, άφησε τα φτερά της πάνω σε ένα
θάμνο, και μπήκε στη λίμνη. Ο τσαγκάρης παραμόνευε. Άρπαξε τα φτερά της και δεν
της τα έδινε πίσω. Εκείνη τον παρακαλούσε, έκλαιγε, μα εκείνος της είπε πως θα
της τα έδινε μόνο αν τον παντρευόταν. Η Λαφίνα είπε «ναι» κι έγινε ο γάμος
τους.
Όταν
τον ρώτησε να της δώσει τα φτερά, εκείνος αρνήθηκε. Της είπε πως έπρεπε να
κάνουν δυο παιδιά, κι ύστερα θα της τα έδινε. Η νεράιδα δέχτηκε, τα χρόνια
πέρασαν, έκαναν τα παιδιά τους, κι όταν εκείνα ήταν έτοιμα να πάνε σχολείο, η
Λαφίνα είπε στον άντρα της: «Φέρε να δω τα φτερά, τα παιδιά πρέπει να πάνε
σχολείο». Ο τσαγκάρης κατέβασε από το πατάρι τα φτερά των παιδιών και της
Λαφίνας. Εκείνη φόρεσε πρώτα στα παιδιά τα φτερά τους, τα φίλησε και τους είπε
να φιλήσουν τον πατέρα τους. Έπειτα, φόρεσε και τα δικά της και είπε: «Φεύγω
μαζί με τα παιδιά. Με κράτησες με το ζόρι τόσα χρόνια. Φτάνει πια». Άνοιξαν τα
φτερά τους κι έφυγαν ψηλά στον ουρανό, και δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
«Και
δεν γύρισαν ποτέ;» ρωτούσα κάθε φορά τον πατέρα, με την ελπίδα ότι εκείνος θα
άλλαζε το τέλος. Εκείνος χαμογελούσε λυπημένα και έλεγε: «Έλα, νυφούλα μου,
κανένας δεν μένει κάπου με το ζόρι».
Ο
πατέρας μας έλεγε παραμύθια που μύριζαν αλήθεια, παραμύθια που ζωντάνευαν μες
στο μυαλό μου σαν εικόνες. Ήξερε να διηγείται με έναν τρόπο που άκουγες τον
άνεμο στις λεύκες, το νερό της λίμνης να κυματίζει, τον ήχο από το ψαλίδι του
τσαγκάρη όταν έκοβε δέρματα. Μπορούσα να δω τη Λαφίνα, με τα μακριά της μαλλιά,
να πετά ψηλά με τα παιδιά της, κι έπειτα έβλεπα τον τσαγκάρη να στέκεται μόνος,
να περιμένει κάτω από τον ήλιο ή τη βροχή, τα χρόνια να περνούν, εκείνος να
γερνά και να μην έρχονται ποτέ.
Ο
Γιώργος ήθελε πάντα το παραμύθι με το Τσιουγκάνι, για τους ανθρώπους που είχαν
θάρρος και εξυπνάδα στη ζωή, έλεγε πως ήθελε να γίνει δυνατός σαν εκείνους. Μα
εγώ αγαπούσα τη Λαφίνα, ακόμα κι αν με στενοχωρούσε το τέλος. Μου μάθαινε πως η
ελευθερία είναι πάνω από όλα, ακόμα κι αν κοστίζει μοναξιά.
«Άντε
τώρα, πάτε για ύπνο», είπε ο πατέρας, «θα σας ξυπνήσει η μάνα σας πρωί για την
εκκλησία». Μπήκα κάτω από τη βελέντζα, που μύριζε ξύλο και καθαριότητα, και ο
ύπνος ήρθε γλυκός σαν πετιμέζι. Ο πατέρας έμεινε για λίγο ακόμα δίπλα μας, να
μας χαϊδεύει τα μαλλιά, να μας κοιτά με εκείνα τα κουρασμένα μάτια του που
γελούσαν, κι εγώ ένιωσα την καρδιά μου να γίνεται ήσυχη σαν το χιόνι που άρχισε
να πέφτει σιωπηλά εκείνο το βράδυ.
Έξω,
ο άνεμος περνούσε ανάμεσα στα δέντρα κι ο ουρανός φώτιζε με το φως του
φεγγαριού που ετοίμαζε τη νύχτα των Χριστουγέννων. Κι εγώ, με τη μυρωδιά της
σόμπας στα ρούχα μου και το τραγούδι του Παρνασσού να αντηχεί στα αυτιά μου,
έκλεισα τα μάτια κι ονειρεύτηκα πως πέταξα κι εγώ με τη Λαφίνα, εκεί ψηλά, πάνω
από τα χωράφια, πάνω από το χωριό, μακριά, μα πάντα πίσω στον πατέρα μου που με
περίμενε με το χαμόγελό του, να μου πει το παραμύθι ξανά, μόλις ξημερώσουν τα
Χριστούγεννα.
