Κοιτώ αυτή τη φωτογραφία σαν να ξεφυλλίζω ένα κομμάτι μνήμης που δεν με ρώτησε αν ήθελα να
σωθεί. Η μάνα μου στο κέντρο, στητή, γαλήνια, με το βλέμμα εκείνο που κράταγε
τα πάντα στη θέση τους - κι εμάς και τον κόσμο γύρω μας.
Αριστερά
της ο Κώστας, παιδί ακόμη, και δεξιά εγώ - πιο παιδί και από παιδί. Δυο αγόρια-σκιές,
κουρεμένα γουλί, σαν στρατιωτάκια χωρίς αποστολή, με πρόσωπα που κρύβανε
περισσότερα από όσα φανέρωναν. Δύο κεφάλια γυμνά, έτοιμα να καούν στον ήλιο ή
να κρυφτούν απ’ το βλέμμα.
Δύο-τρεις γλάστρες μας πλαισιώνουν, λουλούδια ανθισμένα - ειρωνικά σχεδόν. Εμείς άτριχοι,
εκείνα γεμάτα ζωή.
Θυμάμαι
πως ντρεπόμουν. Όχι για τη φωτογραφία - για τον εαυτό μου. Γιατί ήμουν
λιγότερος απ’ ό,τι ήθελα να είμαι. Γυμνός απ’ τα μαλλιά, γυμνός από τόλμη. Μικρός,
αμήχανος, ένας εαυτός που μόλις σχηματιζόταν.
Κι
όμως, στεκόμασταν εκεί, στην ισόγεια βεράντα του σπιτιού, που κάποτε ήταν για
μας ολόκληρο σύμπαν. Δεν μιλούσαμε, αλλά μιλούσε η σιωπή μας.
Η
μάνα, ατάραχη. Ο Κώστας, λίγο πιο άνετος. Κι εγώ… εγώ μ’ ένα σφίξιμο στο
στομάχι μου κρατούσα την ανάσα μου, μη και φανούν όσα ένιωθα. Δεν ξέρω αν
χαμογελούσα. Ίσως προσπαθούσα. Ίσως αυτό να ’ναι το πιο παιδικό πράγμα σ’
εκείνη τη φωτογραφία. Όλα είναι εκεί, αποτυπωμένα σαν να ’χαν χαραχτεί με καρφί
στο φωτογραφικό χαρτί.
Τώρα που την κοιτώ, βλέπω το πρώτο μάθημα. Πως κάποτε πρέπει να σταθείς εκεί, γυμνός, άβολος, ντροπαλός - για να αρχίσεις να χτίζεις τον εαυτό σου.
Δ.Τ.