Μια παλιά φωτογραφία, ξεθωριασμένη πια απ’ τον χρόνο αποτυπώνει μια στιγμή τόσο απλή και συνάμα τόσο γεμάτη. Μια παρέα αντρών, καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, στην αυλή του άλλοτε καφενείου του χωριού, παίζουν ξερή, ενώ η κυρά Παρασκευή, φαίνεται να τους παρακολουθεί νωχελικά.
Είναι καλοκαίρι του 1985. Σ’ εκείνη τη φωτογραφία δεν υπάρχει βιασύνη. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο στο τραπέζι, αλλά το μυαλό τους μοιάζει να τριγυρνάει αλλού - σε κουβέντες που προηγήθηκαν, σε σιωπές που ειπώθηκαν, σε γέλια που ξέσπασαν με το παραμικρό αστείο.
Το
καφενείο – μπακάλικο, του Ευαγγέλου Βότσιου τότε, δεν ήταν απλώς ένας χώρος. Ήταν
η καρδιά του χωριού. Εκεί που οι άνθρωποι συναντιούνταν, όχι γιατί έπρεπε, αλλά
γιατί το ένιωθαν. Η ξερή, ένα παλιό παιχνίδι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το
πρόσχημα για κάτι βαθύτερο: για επαφή, για παρουσία, για τη συνέχιση ενός άγραφου
κώδικα συντροφικότητας.
Ο καφές σερβίρονταν σε μικρά φλιτζάνια, τα αναψυκτικά «Κλίαφα» δρόσιζαν την κάψα του μεσημεριού, και το τσιγάρο καίγονταν αργά, όπως τότε που ο χρόνος δεν μετρούσε με ταχύτητα αλλά με εμπειρίες.
Κοιτάζοντας
τη φωτογραφία σήμερα, δεν βλέπουμε μόνο πέντε άντρες, μια γυναίκα κι ένα τραπέζι
με καρέκλες. Βλέπουμε μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή πιο αργή, πιο ουσιαστική. Μια
εποχή που δεν γυρίζει πίσω, αλλά που ζει ακόμα στις αναμνήσεις μας - και σε
κάτι παλιές φωτογραφίες που μυρίζουν καφέ, καπνό και ξεχασμένα καλοκαίρια.