Μια φορά κι έναν καιρό, τον παλιό καλό καιρό στο
Βαλτινό, υπήρχαν δύο ειδών άνθρωποι: εκείνοι που γέμιζαν τα σακιά τους με στάρι
απ’ τον κόπο τους, και εκείνοι που προτιμούσαν να κρατούν τα σακιά τους άδεια,
μα φουσκωμένα απ’ τον άνεμο.
Ο άνεμος, παιχνιδιάρης και γεμάτος ιδιοτροπίες,
περνούσε κάθε τόσο από το χωριό, σφυρίζοντας πότε χαρούμενα και πότε θυμωμένα.
Όταν έβλεπε άδεια σακιά να κρέμονται έξω από τα σπίτια, έμπαινε μέσα τους με
ορμή, τα φούσκωνε και τα τίναζε ψηλά, κάνοντάς τα να θροΐζουν σαν βασιλικές
σημαίες.
Οι χωριανοί που άφηναν τα σακιά τους άδεια
έβγαιναν τότε καμαρωτοί στους δρόμους. «Κοιτάξτε», έλεγαν, «πώς ανεμίζουν τα
σακιά μας! Ποιος άλλος έχει τέτοια δύναμη; Ο άνεμος μας διάλεξε!»
Μα σύντομα ο άνεμος κουραζόταν. Έφευγε ξαφνικά
όπως είχε έρθει, και τα άδεια σακιά έπεφταν με θόρυβο στο χώμα, άψυχα και
τσακισμένα. Τότε οι χωριανοί που τα είχαν γεμίσει με στάρι περνούσαν σιωπηλά
από δίπλα τους, κρατώντας στους ώμους το βάρος του κόπου τους. Τα σακιά τους
δεν ανέμιζαν στον αγέρα, μα έτριζαν γεμάτα, κι ο ήχος τους ήταν βαρύς, αληθινός
και τίμιος.
Ένα παιδί ρώτησε κάποτε έναν γέροντα: «Γιατί ο
άνεμος φουσκώνει μόνο τα άδεια σακιά;»
Κι ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Γιατί το
γεμάτο σακί δεν έχει χώρο για αυταπάτες. Και να θυμάσαι: ο άνεμος είναι σαν την
έπαρση - δίνει ύψος μόνο σε ό,τι δεν έχει βάρος. Ό,τι έχει αξία, δεν χρειάζεται
να φουσκώσει για να σταθεί όρθιο.»
Κι έτσι, στο χωριό έμεινε να λέγεται:
«Τα άδεια σακιά τα φουσκώνει ο αέρας, και τους ανόητους η έπαρση.»