Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Το ψαράκι και το καναρίνι

 

Του Δημήτρη Τσιγάρα

Κάποτε σε μια ελληνική ακρογιαλιά ζούσε ένα ψαράκι.

Το καλοκαίρι έκανε τις βόλτες του αμέριμνο και αναζητούσε την τροφή του κοντά στα βράχια.

Έβλεπε τον κόσμο έξω από το νερό και γεμάτο περιέργεια αναρωτιόταν: «πως θα ήταν άραγε, εκεί έξω η ζωή»;

Μια μέρα, εκεί που κολυμπούσε και βυθιζόταν σε διάφορες σκέψεις, καθώς παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του, άκουσε ένα υπέροχο μελωδικό κελάηδισμα. Μέχρι τότε είχε ακούσει μόνο τους μονότονους ήχους των τζιτζικιών, τον παφλασμό των κυμάτων πάνω στα βράχια και κάποτε το τραγούδι κάποιας νεράιδας.

Όμως αυτό το κελάηδισμα ήταν τόσο σαγηνευτικό που πλησίασε κοντά στη στεριά για να το ακούσει καλύτερα.

Και πράγματι, λίγα μέτρα από τη στεριά, πάνω σε ένα κλαράκι είδε να κάθετε ένα όμορφο πουλάκι, ένα καναρίνι και να κελαηδάει υπέροχα.

«Αχ τι υπέροχα που τραγουδάς», είπε το ψαράκι, αφού καλημέρισε το καναρίνι. «Δεν έχω ξανακούσει μελωδικότερο κελάηδισμα και ομορφότερη μουσική από τη δική σου»!

«Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια», είπε το καναρίνι έκπληκτο, «αλλά κι εγώ δεν έχω ξανακούσει πιο γλυκά, αυθόρμητα και κολακευτικά λόγια από τα δικά σου»! και χωρίς να το καταλάβουν, το καναρίνι με το ψαράκι, πιάσανε την κουβέντα και γίνανε οι καλύτεροι φίλοι.

Από τότε, κάθε μέρα το ψαράκι κολυμπούσε εκεί κοντά στα βράχια, όπου ερχόταν και ο φίλος του, το καναρίνι και συζητούσανε διάφορα.

Το καναρίνι του μίλαγε για τη μουσική, για τις ομορφιές της φύσης και του ’λεγε διάφορες ιστορίες για τα άλλα πουλιά και ζώα του δάσους…

Αλλά και το ψαράκι πάλι, του έλεγε κι αυτό διάφορες ιστορίες για το βυθό της θάλασσας, για τα διάφορα άλλα είδη ψαριών, για τις γοργόνες, για τα ταξίδια των  ναυτικών…

Το καναρίνι έβλεπε και θαύμαζε τον τρόπο που κολυμπούσε το ψαράκι και εκτιμούσε πολύ τη «σιγή ιχθύος» του. Αλλά και το ψαράκι θαύμαζε τον τρόπο, που πετούσε το καναρίνι και το γλυκό κελάηδημά του.

«Αχ τι όμορφα που πετάς, και τι υπέροχη, γλυκιά φωνή που έχεις», έλεγε το ψαράκι, «πόσο θα ήθελα κι εγώ να πετάω και να κελαηδάω έτσι».

«Μπα! δεν είναι δα και τόσο δύσκολο», έλεγε το καναρίνι και του έδειχνε τον τρόπο πώς να πετάει και πώς να κελαηδάει.

Το ψαράκι προσπαθούσε να μιμηθεί το καναρίνι στο κελάηδισμα και το μόνο που κατάφερνε ήταν να δημιουργεί κάποιες μπουρμπουλήθρες. Πηδούσε και έξω από την επιφάνεια του νερού μήπως και καταφέρει να πιάσει το «πέταγμα», αλλά μάταια, η κατάληξη ήταν πάλι ένα απλό μακροβούτι.

«Δεν πειράζει», έλεγε το καναρίνι, «μην απογοητεύεσαι, μπορεί να μη μπορείς να κελαηδήσεις και να πετάξεις, όπως εγώ, όμως εσύ κολυμπάς θαυμάσια και απολαμβάνει τη ζωή σου στο νερό. Άλλωστε όλοι μας πάντα επιθυμούμε τις ικανότητες των άλλων όσο κι αν  εκείνες μας απορρίπτουν, και σπάνια έχουμε τη δυνατότητα να διαλέγουμε τα προβλήματα εμείς, εκείνα μας επιλέγουν. Κι εγώ, δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα πάρα πολύ να κολυμπάω όπως εσύ»!

«Μα! δεν είναι και τόσο δύσκολο να κολυμπάς», είπε το ψαράκι και έδειξε στο καναρίνι με ένα μακροβούτι, πώς να κολυμπάει.

Το καναρίνι για να μη χαλάσει το χατίρι του φίλου του, προσπάθησε και αυτό να μιμηθεί το ψαράκι, έβαλε το κεφαλάκι του στο νερό, αλλά αμέσως το ξανάβγαλε κουνώντας το δεξιά κι αριστερά, τινάζοντας από πάνω του το νερό.

«Ουφ!!! Άσε! καλύτερα να ασχολούμαστε με αυτά που μας χάρισε η φύση και να αξιοποιούμε τις ικανότητές μας, παρά να προσπαθούμε να παραβιάζουμε την φύση μας. Μπορούμε να συνυπάρχουμε και να ομορφαίνουμε τον κόσμο ο καθένας από την μεριά του».

Έτσι, με αυτά και άλλα, ο καιρός περνούσε ευχάριστα. Ο καθένας με τα χαρίσματα και τις ικανότητές του, αλλά και με τις αδυναμίες του, συνέβαλε στην δημιουργία μιας όμορφης φιλίας και μιας ευτυχισμένης ζωής.

Κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια όμορφη μέρα γιατί ζούσαν μαζί.

Είχαν μάθει σχεδόν τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Είχαν κατανοήσει τη διαφορετική φύση τους και ο ένας θαύμαζε, σέβονταν και εκτιμούσε τον άλλον.

Ήταν πλέον ερωτευμένοι και ο ένας ζούσε για τον άλλον.

«Μα η μοίρα κυβερνά

κι όλα τούμπα τα γυρνά

εμποδίζει η επιτρέπει

τις χαρές και τα δεινά

ότι θέλει ανατρέπει

και τανάπαλι ξανά.»

Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το Φθινόπωρο, και μια μέρα το καναρίνι δεν φάνηκε στο συνηθισμένο ραντεβού τους.

Το ψαράκι περίμενε όλη τη μέρα, αλλά ο φίλος του δεν φάνηκε και ανησύχησε.

«Κάτι θα του έτυχε», είπε από μέσα του, «θα τα πούμε αύριο, δεν χάλασε ο κόσμος».

Όμως το καναρίνι δεν φάνηκε, ούτε την επόμενη ημέρα, ούτε την μεθεπόμενη.

Το ψαράκι ανήσυχο και λυπημένο έκοβε βόλτες και περίμενε καρτερικά μήπως φανεί ο φίλος του.

Σκέφτονταν, μήπως του έτυχε κάτι κακό, μήπως βρήκε άλλον φίλο και πρόδωσε έτσι, χωρίς εξηγήσεις, τη φιλία τους. Και τι δεν περνούσε από το μυαλό του…

Ρωτούσε κάτι γλαροπούλια μήπως είδαν το φίλο του πουθενά, ρωτούσε κάτι χελιδόνια, κάτι σπουργίτια, αλλά δυστυχώς η απάντηση ήταν πάντα αρνητική.

Και κάθε μέρα περίμενε στο ίδιο σημείο να φανεί ο φίλος του.

Όμως μάταια περίμενε, το καναρίνι δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια.

Ήταν τόσο μεγάλη η λύπη του, για την απώλεια του φίλου του, που, έκλεγε σιωπηλά και ασταμάτητα. Αφού από τα δάκρυά του ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας σχεδόν ένα μέτρο.

Το ψαράκι τώρα είχε πέσει σε μελαγχολία και δεν έβρισκε κανένα νόημα στη ζωή του. Όμως διατηρούσε μια κρυφή ελπίδα προσμονής μέσα στην καρδιά του, πως κάποτε θα ξανασυναντούσε το φίλο του. Μια κρυφή ελπίδα και ταυτόχρονα ένα φόβο για τη μοναξιά. Και η ελπίδα αυτή ήταν ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξή του. Όπως είναι ζωτική για όλους όσους βιώνουν τη μοναξιά, αλλά ελπίζουν πως κάποτε θα ξεφύγουν από αυτή.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, μια μέρα εντελώς απρόσμενα συνειδητοποιεί ότι είναι περικυκλωμένο από τα δίχτυα ενός ψαρά.

Έτσι λοιπόν βρέθηκε μέσα στη βάρκα αιχμάλωτο να σπαρταρά στα δίχτυα.

Ο ψαράς το ξέπλεξε από τα δίχτυα του και το έριξε μέσα σε έναν κουβά με νερό.

Τώρα, τι έγινε… και πως βρέθηκε το ψαράκι μέσα σε ένα γυάλινο ενυδρείο; Ούτε που ξέρω!

Πάντως το ψαράκι βρέθηκε τώρα να κολυμπάει μέσα σε ένα γυάλινο ενυδρείο στο σπίτι ενός φιλόζωου.

«Μα η μοίρα κυβερνά

κι όλα τούμπα τα γυρνά

εμποδίζει η επιτρέπει

τις χαρές και τα δεινά

ότι θέλει ανατρέπει

και τανάπαλι ξανά.»

Μέχρι να ξεζαλιστεί, να συνέλθει και να συνηθίσει στο καινούργιο περιβάλλον του, άκουσε το γνώριμο κελάηδισμα του φίλου του και αναρίγησε.

Έκθαμβο το ψαράκι αντίκρισε απέναντί του το καναρίνι μέσα σε ένα κλουβί να κελαηδάει και να φτερουγίζει χαρούμενο για την απροσδόκητη συνάντηση.

Από τη χαρά του λαμπύριζαν στο σώμα του όλα τα χρώματα της ίριδας.

Πρώτη φορά είδα ψαράκι να χαμογελάει.

Η μοίρα το έφερε έτσι και οι δύο φίλοι ξαναέσμιξαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Τώρα ζούσανε οικόσιτοι και περιορισμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο, το ψαράκι μέσα σε ένα ενυδρείο και το καναρίνι μέσα σε ένα κλουβί.

Όμως ο περιορισμένος κόσμος τους φάνταζε  απέραντος, γιατί ήταν πάλι μαζί.

Τώρα πλέον δεν φοβόταν τίποτα, δεν ήλπιζαν τίποτα και δεν τους αφορούσε η στέρηση της ελευθερίας τους, γιατί ήταν μαζί και είχαν τη συντροφικότητα.

Όταν  στην αιχμαλωσία εμπεριέχεται το νόημα της ζωής, τότε η έννοια της ελευθερίας χάνει το νόημά της. Άλλωστε την ατομική ελευθερία του πνεύματος και της σκέψης τους δεν την στερούνταν.

Από τότε, μέσα στο σπίτι αυτού του φιλόζωου ανθρώπου κυριαρχούσε σε απόλυτη αρμονία η μελωδικότητα από το κελάηδισμα του καναρινιού με την σιωπηλή, γαλήνια και ήρεμη «σιγή ιχθύος» του ψαριού.

Μόνο κάτι μπουρμπουλήθρες, και κάτι φάλτσα κάπου - κάπου διατάραζαν αυτή την επικοινωνιακή γαλήνη κι ευτυχία!


επικοινωνιστε μαζι μας