Κάποτε στο Βαλτινό μπήκαν τέσσερις φίλοι σ’ ένα μποστάνι γεμάτο
καρπούζια. Ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Κόζιακα κι ο αέρας κουβαλούσε το άρωμα του χώματος και της
ωριμότητας. Κανείς τους δεν πείναγε στ’ αλήθεια. Όλοι όμως ήθελαν να βρουν το
καλύτερο. Εκείνο το καρπούζι που θα τους έκανε να νιώσουν πως δεν μπήκαν
τζάμπα. Κι έτσι σκορπίστηκαν μέσα στα φύλλα και στις πρασινάδες, με τα μάτια
χαμηλά και τις ψυχές γεμάτες προσδοκία.
Ξαφνικά, ο ένας αναφώνησε:
-Πώ! πω! Βρήκα ένα μεγάλο και ωραίο καρπούζι!
Ήταν μια κραυγή χαράς, ένα αυθόρμητο ξέσπασμα, σαν να
είχε βρει μέσα στο μποστάνι όχι φρούτο, αλλά νόημα. Μα εκείνη η χαρά στάθηκε
αρκετή για να ξυπνήσει το θηρίο του άλλου. Ο πιο δυνατός της παρέας -αυτός που είχε μάθει να προηγείται, να σηκώνει το βλέμμα και να θέλει το
πρώτο και το καλύτερο- έτρεξε πάνω του, τον άρπαξε από τον λαιμό και φώναξε:
-Γιατί το βρήκες εσύ;
Και τον χτύπησε, όχι για το καρπούζι, αλλά για τη δόξα
που του έκλεψε.
Η σκηνή, που φαινομενικά γελοία, κουβαλά μέσα της όλη
την τραγωδία της ανθρώπινης ψυχής. Δεν δέρνουμε τον άλλον γιατί πήρε κάτι. Τον δέρνουμε γιατί ένιωσε πιο τυχερός από μας. Δεν μας πονά η απώλεια του
πράγματος, αλλά η σκιά που πέφτει πάνω στη δική μας ματαιοδοξία.
Το μποστάνι είναι ο κόσμος, γεμάτος ευκαιρίες, γεμάτος
«καρπούζια» - στιγμές, σχέσεις, δημιουργίες. Και εμείς, σαν τους τέσσερις φίλους,
περιπλανιόμαστε μέσα του με την ψευδαίσθηση της συντροφιάς, μα με την καρδιά
μας κρυφά στραμμένη προς τον εαυτό. Χαμογελάμε ο ένας στον άλλον, αλλά κοιτάμε
ποιος θα φτάσει πρώτος στο ωραίο, στο μεγάλο, στο «δικό μου».
Κι όταν κάποιος φωνάξει από χαρά, εμείς -οι δυνατοί, οι πικραμένοι, οι εγωιστές- ξεχνάμε τη φιλία,
τη γη, τη μέρα, τα πάντα, και σπεύδουμε να πνίξουμε εκείνη τη φωνή, γιατί μας
θυμίζει κάτι που δεν αντέχουμε: ότι η ευτυχία δεν είναι δίκαιη, ούτε μετριέται
με δύναμη.
Ίσως, τελικά, το πιο ώριμο καρπούζι στο μποστάνι της
ζωής να είναι εκείνο που δεν το κόβεις, αλλά το αφήνεις να υπάρχει, να χαίρεται κάποιος άλλος γι’ αυτό. Γιατί όποιος χαίρεται με τη χαρά του
άλλου, έχει ήδη γευτεί τη γλύκα όλων των καρπών μαζί.
Κι έτσι, μέσα σ’ εκείνο το χωράφι, ανάμεσα σε χώμα και
σκιά, αποκαλύπτεται το πιο σκληρό και αθώο μάθημα: πως η ζήλια είναι το χέρι
που πνίγει τη φιλία, κι η ταπεινοφροσύνη το νερό που τη σώζει.
