Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ – ΒΙΩΜΑΤΑ – ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ 2ον Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ … Στο Γυμνάσιο

 Του Ευαγγέλου Σ. Στάθη

Κοπάδι από γαλιά, 1964. Σωτήρης Στάθης.

Όταν τελείωσα λοιπόν, το Δημοτικό Σχολείο, όπως σας έλεγα την προηγούμενη φορά, ο πατέρας μου δεν με άφησε να «δώσω εξετάσεις» στο Γυμνάσιο, γιατί έπρεπε, λέει, να μείνω στο χωριό να δουλεύω, γιατί ήμασταν μεγάλη οικογένεια. Τότε είχαμε και εκτρέφαμε ένα κοπάδι με γαλοπούλες, (τίκια). Ήμασταν έξι αδέρφια, 3 κορίτσια και τρία παιδιά (αγόρια), οι δυο γονείς και η ανήμπορη και γριά γιαγιά, 9 νομάτοι όλοι - όλοι. Μεγάλη «φαμπλιά».

Κοπάδι από γαλιά, 1964. Βαγγέλης Στάθης.

Να γιατί έπρεπε να μείνω στο σπίτι. Ποιος θα δουλέψει να παντρευτούν τα κορίτσια; Ήταν μεγαλύτερα από μένα τα κορίτσια και ’γω πρώτος απ’ τα αγόρια. Ήμουν ο προστάτης της οικογένειας. Έτσι ήτανε κείνα τα χρόνια. Έπρεπε ο πρώτος γιος, μεγαλώνοντας, να αναλάβει αυτός  τα ηνία της οικογένειας. Έτσι έκαναν κι οι άλλοι. Πόσα παιδιά πήγαν χαμένα έτσι! Με αυτήν λοιπόν την δοξασία και με αυτήν την λογική έμειναν ασπούδαστα πολλά παιδιά. Με κράτησε λοιπόν και μένα ο πατέρας μου στο χωριό και πάει η χρονιά χαμένη. Εγώ όμως την άλλη χρονιά, σαν να με φώτιζε ο θεός, πήγα πάλι στο Δημοτικό Σχολείο, όπου ο δάσκαλος με δέχτηκε ξανά με μεγάλη αγάπη. Δεν μου έδωσε βέβαια άλλο απολυτήριο, αλλά το περσινό. Ο πατέρας μου άργησε να καταλάβει αυτήν μου την επιστροφή στο Σχολείο, και γι’ αυτό δεν είπε τίποτε. Ήταν αυστηρός πολύ, όμως δεν ήταν και κανένας βάρβαρος ή κανένας αγροίκος, ώστε να μην καταλαβαίνει το καλό που κάνουν τα γράμματα κι οι σπουδές.  

Και μετά από τέτοιες αντίξοες συνθήκες πήγα στο Γυμνάσιο. Δύσκολα χρόνια τα γυμνασιακά, πέτρινα χρόνια. Παιδιά πεινασμένα, κρυωμένα, χωρίς ζέστη τον χειμώνα. Και φτωχοντυμένα ήμασταν, κυρίως εμείς τα χωριατόπαιδα. Τρεις φορές την εβδομάδα μας έστελναν τροβά απ’ το χωριό, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Το είχαν με τη σειρά οι γονείς των παιδιών. Το έφερναν στα Τρίκαλα με τα γαϊδουράκια. Φορτωμένα τίγκα, τα καημένα, ως τ’ αυτιά τους. Οι μανάδες κι οι αδερφές μας προσπαθούσαν να μας στείλουν τα καλύτερα και πιο καλομαγειρεμένα φαγητά. Όσα σπίτια είχαν κορίτσια, τα φαγητά τους πρόσεχαν να είναι τα καλύτερα και οι τροβάδες οι καθαρότεροι. Γιατί όλα αυτά μαθαίνονταν στο χωριό και υπολογίζονταν πολύ για τα ανύπαντρα κορίτσια, ώστε εκτός και από πολλά άλλα  έπρεπε να είναι και περιζήτητες νύφες. Και στο σπίτι μας, δόξα τω θεώ, υπήρχαν τρία κορίτσια. Καλά λοιπόν τα φαγητά, αλλά κρύα, κρύωναν και πάγωναν ώσπου να ’ρθουν στα Τρίκαλα. Γι’ αυτό λέγαμε πότε να ’ρθει το Σαββατοκύριακο να πάμε στο χωριό, να φάμε κι εμείς λίγο ζεστό φαγάκι.

Και τα ρούχα μας κι αυτά φτωχικά, παλιά, ατημέλητα και πολλές φορές όχι πολύ καθαρά. Και δανεισμένα  πολλές φορές. Ήμουν στην έκτη τάξη Γυμνασίου και έπρεπε να παρελάσω. Πού λεφτά να ντυθώ για την παρέλαση!! Δανείστηκε  λοιπόν η μάνα μου το γαμπριάτικο σακάκι του μπάρμπα-Λία και το πουκάμισο ενός γείτονα συνομήλικού μου και πιο πλούσιου από μένα. Η μάνα μου τα κατάφερνε πολύ καλά σε τέτοια, η καημένη. Ο μπάρμπας μου αυτός είχε παντρευτεί 13 χρόνια πριν. Φανταστείτε λοιπόν πόσο φρέσκο, πόσο μοντέρνο αλλά και πόσο κομψό ήταν το σακάκι για την ηλικία μου!

Βιβλία είχαμε παλιά και μεταχειρισμένα. Τα προμηθευόμασταν από τους μαθητές της προηγούμενης τάξης. Και να πώς. Τις πρώτες μέρες της χρονιάς στην αυλή του Σχολείου στηνόταν σωστό, βιβλιοπάζαρο. Αγοράζαμε λοιπόν, μετά από παζάρεμα, τα βιβλία της νέας τάξης και πουλούσαμε, με τον ίδιο πάλι τρόπο, τα περσινά. Τα πλουσιόπαιδα τα αγόραζαν όλα ολοκαίνουργια από τα βιβλιοπωλεία. Όμορφα βιβλία, χαρτόδετα, με σκληρά στράτσινα εξώφυλλα, ραμμένα καλά, για να ανοίγουν και να διαβάζονται εύκολα. Και τα τετράδια, όμορφα κι’ αυτά.  Στο μπροστινό εξώφυλλο είχαν διάφορες ζωγραφιές και στη μέση τρία μεγάλα γράμματα, Ε ΓΛ (Ευάγγελος  Γεωργίου  Λαδόπουλος). Ήταν τα αρχικά δηλαδή γράμματα του γνωστού τότε χαρτοβιομήχανου Λαδόπουλου, που είχε μεγάλη βιομηχανία στην Πάτρα. Στο πίσω εξώφυλλο είχαν γραμμένη όλη την προπαίδεια, για να τη βλέπουν κάθε μέρα τα παιδιά και να τη μαθαίνουν «απ’ όξω κι ανακατωτά».    

Γυμνασιόπαιδα, 1963. Κωστής Κατσιούλης, Κώστας Καραθανάσης, Βαγγέλης Στάθης.

Δύσκολα χρόνια, στο Γυμνάσιο, με πολύ αντίξοες συνθήκες. Οι καθηγητές μας, αυστηροί κι αυτοί, βλοσυροί και απρόσωποι. Μας μαλώνανε, μας προσβάλλανε, μας βρίζανε και πολλές φορές μας χτυπούσανε, αν δεν ήμασταν εντάξει στις υποχρεώσεις μας.

Εντάξει, είχανε και τα καλά τους τα γυμνασιακά τα χρόνια, δεν λέω. Ήμασταν γυμνασιόπαιδα, φορούσαμε καπέλο, με χρυσοκέντητη κουκουβάγια για κορώνα, αγορασμένο απ’ τον Εβραίο τον Νεγρίν. Αυτός είχε τα καλύτερα. Είχαν κι άλλοι, ο Καμπελής, ο Ατούν, όλοι Εβραίοι. 

Κάναμε λοιπόν βόλτα στα σεργιάνια στο χωριό με τα χέρια σταυρωμένα πίσω, όπως οι μορφωμένοι, μιλούσαμε λίγο καλύτερα απ’ τους άλλους. Τέλος πάντων και καλά και κακά ήταν τα γυμνασιακά τα χρόνια.

Σάμπως  και στο Πανεπιστήμιο ήταν καλύτερα τα πράγματα;

Αλλά για το Πανεπιστήμιο θα σας μιλήσω την επόμενη φορά.

επικοινωνιστε μαζι μας