Το βουνό είναι γεμάτο στάσεις και αναμονές. Κι εδώ κάτω από τη βασιλική δρυ σταμάτησα με ανακούφιση κι εγώ κι έπιασα το άγκιστρο των αναμνήσεων. Τι ανέσυρα; Πικρές μόνο στιγμές από τα ρημάδια της πάλαι ποτέ οικογενειακής ζωής ‒ όλοι δικαιωμένοι πια, πλην εμού. Εκεί, μικρό παιδί, πήγαινα το προσφάι στους γονείς μου για να μισοφάνε και ν’ αντέξουν τη μέρα στους αγρούς και λιγωμένος υπέκυψα στον πειρασμό της πείνας. Άνοιξα τη διπλωμένη πετσέτα που μου είχε δώσει η γιαγιά και έφαγα το λιγοστό ψωμοτύρι, αφήνοντας μόνο τις ελιές που ποτέ δεν μου άρεσαν. Όλη τη μέρα την πέρασα κάτω από τη βελανιδιά μη τολμώντας να πάω κάπου αλλού. Κατά το σούρουπο μόνο άκουσα το όνομά μου να ηχεί μέσα στις ρεματιές και να αντανακλά παρακλήσεις και σπαράγματα.
Του Ηλία Κεφάλα
