Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Ο εθελοντής Στέργιος Σταμούλης και το πόστο του Δεκαπενταύγουστου

 

Κάθε Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας στο χωριό, ο Στέργιος Σταμούλης στέκεται πιστός στο πόστο του, εκεί στον δρόμο που οδηγεί στον χώρο της Παναγίας, για να ρυθμίσει την κυκλοφορία και το παρκάρισμα των αυτοκινήτων. Με το καπέλο του αστυνομικού στο κεφάλι, το φωσφοριζέ γιλέκο με τις διακριτικές ρίγες επάνω από το ανοιχτό πουκάμισό του και με τη σφυρίχτρα στο στόμα, διευκολύνει τους επισκέπτες που έρχονται στο πανηγύρι για να προσκυνήσουν, φροντίζοντας να μη δημιουργείται χάος και σύγχυση.

Ο Στέργιος τους δείχνει τα σημεία πού μπορούν να παρκάρουν το αυτοκίνητό τους, τούς χαμογελά για να νιώσουν πως κάποιος τους περιμένει και τους υποδέχεται. Κι ακούραστος, με τον ήλιο ή το απογευματινό αγέρι να του καίει το πρόσωπο, στέκει εκεί μέχρι να νυχτώσει, μέχρι να φύγουν και οι τελευταίοι, μέχρι να τελειώσει το πανηγύρι.

Ίσως να είναι το δικό του τάμα στην Παναγία. Ίσως να είναι η ανάγκη του να προσφέρει στην κοινότητα, στο χωριό που μεγάλωσε και αγαπά, σε αυτούς που έρχονται από μακριά για να νιώσουν για λίγο την ανθρωπιά που κρύβει η γιορτή και η συνάντηση. Γιατί οι άνθρωποι που κρατούν όρθια την κοινότητα είναι αυτοί που δεν φαίνονται στις φωτογραφίες του πανηγυριού με τα φώτα και τα γλέντια, αλλά εκείνοι που στέκονται λίγο πιο δίπλα, με ένα καπέλο, ένα γιλέκο και μια σφυρίχτρα, για να διευκολύνουν τον δρόμο των άλλων.

Έτσι και ο Στέργιος Σταμούλης, κάθε χρόνο, με χαμόγελο και υπομονή, γίνεται κομμάτι της ζωντανής παράδοσης του χωριού, τιμώντας την Παναγία και την κοινότητα, προσφέροντας με σιωπηλή συνέπεια αυτό που για εκείνον είναι ίσως το πιο απλό και πολύτιμο: την υπηρεσία του στον τόπο του.


Ο Γιώργος και η περήφανη ψαριά

 

Ο Γιώργος Ριζαργιώτης ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωινό, με τον ήλιο να ανατέλλει αργά πάνω από τη θάλασσα και το αλμυρό αεράκι να του υπόσχεται μια καλή ψαριά. Με το παλιό του καπέλο και τον εξοπλισμό του, κατευθύνθηκε στον ψαρότοπο. Ώρες αργότερα, με τον ήλιο να καίει πια δυνατά, γύρισε στην προκυμαία φορτωμένος.

Άδειασε τα ψάρια πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, κι αμέσως σχηματίστηκε ένας ασημένιος σωρός που λαμπύριζε κάτω από το φως. Γονατιστός, με προσεκτικές κινήσεις, άρχισε να τα ξεχωρίζει: τα μεγαλύτερα για τηγάνι, τα μικρότερα για σούπα, κι όσα περίσσευαν για τους φίλους και τους γείτονες. Στο πρόσωπό του φαινόταν η ικανοποίηση – αυτή η σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει την τέχνη του και την αγαπά.

Ο Γιώργος δεν είναι απλώς ψαράς· είναι αφηγητής του ποταμού και της θάλασσας. Κάθε κύμα, κάθε πέτρα και κάθε αμμουδιά έχει να του πει μια ιστορία, κι εκείνος ξέρει να την ακούει. Κι όταν τον ρωτάνε για την ψαριά του, χαμογελάει με το γνώριμο καμάρι και λέει: «Ο ποταμός κι η θάλασσα δίνει σε όποιον τους σέβεται».


επικοινωνιστε μαζι μας