Ο Γιώργος Ριζαργιώτης ξύπνησε νωρίς εκείνο το πρωινό, με τον ήλιο να
ανατέλλει αργά πάνω από τη θάλασσα και το αλμυρό αεράκι να του υπόσχεται μια
καλή ψαριά. Με το παλιό του καπέλο και τον εξοπλισμό του, κατευθύνθηκε στον
ψαρότοπο. Ώρες αργότερα, με τον ήλιο να καίει πια δυνατά, γύρισε στην προκυμαία
φορτωμένος.
Άδειασε τα ψάρια πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, κι
αμέσως σχηματίστηκε ένας ασημένιος σωρός που λαμπύριζε κάτω από το φως.
Γονατιστός, με προσεκτικές κινήσεις, άρχισε να τα ξεχωρίζει: τα μεγαλύτερα για
τηγάνι, τα μικρότερα για σούπα, κι όσα περίσσευαν για τους φίλους και τους
γείτονες. Στο πρόσωπό του φαινόταν η ικανοποίηση – αυτή η σιγουριά του ανθρώπου
που ξέρει την τέχνη του και την αγαπά.
Ο Γιώργος δεν είναι απλώς ψαράς· είναι αφηγητής του ποταμού και της θάλασσας. Κάθε κύμα, κάθε πέτρα και κάθε αμμουδιά έχει να του πει μια ιστορία, κι εκείνος ξέρει να την ακούει. Κι όταν τον ρωτάνε για την ψαριά του, χαμογελάει με το γνώριμο καμάρι και λέει: «Ο ποταμός κι η θάλασσα δίνει σε όποιον τους σέβεται».