Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

«Το παλιό ρολόι» Κούρδισε με να ζήσω άλλη μια μέρα

 

Το παλιό ρολόι-ξυπνητήρι μοιάζει με ζωντανό πλάσμα που κουβαλάει μνήμες. Δεν λειτουργεί με μπαταρίες ούτε με αόρατα σήματα∙ απαιτεί κούρδισμα. Ένα ανθρώπινο χέρι πρέπει να του δώσει δύναμη για να συνεχίσει να χτυπά. Κι αυτή η χειρονομία, όσο απλή κι αν φαίνεται, είναι μια μικρή τελετουργία: η παραδοχή πως ο χρόνος δεν κυλά μόνος του — τον κινεί η φροντίδα μας.

Σε κάθε περιστροφή του κλειδιού, το ελατήριο μέσα του σφίγγει, όπως σφίγγεται και η ψυχή μας όταν ετοιμαζόμαστε για μια νέα μέρα. Το κούρδισμα είναι μια σιωπηλή συμφωνία: «Θα σε ξυπνήσω, μα ξύπνα κι εσύ τη θέλησή σου». Δεν υπάρχει αναβολή, δεν υπάρχει κουμπί snooze. Το παλιό ξυπνητήρι δεν σε χαϊδεύει∙ σε καλεί. Σου θυμίζει πως η ζωή δεν περιμένει.

Ο χρόνος σήμερα μοιάζει ψηφιακός, αόρατος, απρόσωπος. Το παλιό ρολόι όμως δείχνει τον χρόνο ως μηχανισμό, ως κόπο, ως υλικό. Κάθε γρατζουνιά στο μέταλλο είναι μια πληγή από τα χρόνια που πέρασαν. Κι όμως, συνεχίζει να χτυπά. Ίσως γιατί ο χρόνος -όπως και ο άνθρωπος- δεν ζει επειδή είναι τέλειος, αλλά επειδή αντιστέκεται.

Κάποτε τα ρολόγια σταματούσαν αν τα ξέχναγες. Όπως σταματούν και οι άνθρωποι όταν κανείς δεν τους κουρδίζει με αγάπη, με καθήκον, με σκοπό. Το παλιό ξυπνητήρι είναι υπενθύμιση. Όσο έχεις κάποιον να σε ξυπνά, όσο βρίσκεις τη δύναμη να κουρδίσεις τον εαυτό σου έστω για μία ακόμη μέρα, ο χρόνος δεν είναι εχθρός. Είναι σύντροφος.

Κι όταν κάποτε το ελατήριο δεν θα τραβήξει άλλο, τότε θα ξέρουμε πως έκανε το χρέος του. Όπως κι εμείς.


Η Σουηδική Ακαδημία έδωσε το 2025 το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Λάσλο Κρασναχορκάι — στον άνθρωπο που γράφει σαν να πρόκειται να καταρρεύσει ο κόσμος

 

Δεν ήταν μια είδηση που έσκασε σαν έκπληξη∙ ήταν μάλλον ένας αργός, υπόγειος ψίθυρος που κυκλοφορούσε εδώ και χρόνια ανάμεσα στους μυημένους: «Μια μέρα, η Σουηδική Ακαδημία θα αναγκαστεί να τον κοιτάξει». Και σήμερα, το 2025, ο ψίθυρος έγινε αναγγελία. Ο Λάσλο Κρασναχορκάι –ο Ούγγρος μάγος της μεγαλοπερίοδης απόγνωσης– τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Δεν είναι ένας συγγραφέας που διαβάζεται. Είναι ένας συγγραφέας που σε καταπίνει. Οι προτάσεις του δεν τελειώνουν, μόνο αλλάζουν κατεύθυνση, σαν ποταμοί που ξέρουν ότι κάποτε θα βρουν θάλασσα, αλλά δεν βιάζονται. Ο Κρασναχορκάι δεν γράφει για να αφηγηθεί κάτι∙ γράφει για να δοκιμάσει την αντοχή του λόγου απέναντι στο χάος. Στα βιβλία του, οι ήρωες είναι λιγότερο πρόσωπα και περισσότερο τροχιές μέσα σε έναν σύμπαν έτοιμο να καταρρεύσει∙ και η γλώσσα –αχ, αυτή η γλώσσα– είναι ο μόνος ιστός που κρατά ακόμη ενωμένο τον κόσμο.

Ίσως γι’ αυτό η Ακαδημία, στο σκεπτικό της, μίλησε για «ακατάβλητη γλωσσική ορμή» και για «διορατική απεικόνιση της αποσύνθεσης». Όταν οι λέξεις χάνουν το νόημά τους, εκείνος επιμένει να τις γράφει σε σειρές ατέλειωτες, σαν να υπερασπίζεται με λυσσαλέα πίστη πως ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη χαμένος – αρκεί να συνεχίσει να μιλά.

Λένε πως το Sátántangó του μοιάζει με αποκάλυψη γραμμένη σε μεθυσμένο αργό βαλς. Λένε πως Η Μελαγχολία της Αντίστασης είναι το πιο παράξενο εγχειρίδιο ελπίδας που γράφτηκε ποτέ από απελπισμένο. Λένε πολλά. Κι όμως, ο ίδιος απάντησε σήμερα με μια φράση σχεδόν ψιθυριστή από το Βερολίνο:
«Δεν πιστεύω στη λύτρωση των βραβείων. Αλλά αν, χάρη σε αυτό, κάποιος σταθεί έστω για λίγο απέναντι στη σιωπή ενός μεγάλου βιβλίου, τότε ίσως κάτι άξιζε.»

Ταιριάζει να βραβεύεται ένας τέτοιος συγγραφέας στην εποχή μας. Στην εποχή της ταχύτητας, αυτός επιμένει στην πρόταση που τεντώνεται. Στον κόσμο της ευκολίας, αυτός γράφει σαν να κάθεται στο κρύο πλάι σε ένα κερί που τρεμοπαίζει. Στην εποχή της διασπασμένης προσοχής, αυτός απαιτεί απόλυτη αφοσίωση.

Το Νόμπελ του 2025, λοιπόν, δεν ανήκει μόνο σε έναν άνθρωπο. Ανήκει και σε όλους εκείνους που πιστεύουν ακόμη ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι δύσκολη, αφιλόξενη, αδυσώπητα αργή – και γι’ αυτό απολύτως απαραίτητη.

 

επικοινωνιστε μαζι μας