Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΨΙ και ΩΜΕΓΑ

 

Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

 

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», κλείνω με την επιλογή λέξεων που αρχίζουν από τα γράμματα (Ψ & Ω) και παρουσιάζονται παρακάτω:

 Ψ

ψαθουτόπι  του ουδ  ουσ.  μικρός χώρος, τον οποίον καλύπτει το εμβαδόν μιας ψάθας: δεν έχου μιγάλουν κήπου, σ’ ένα ψαθουτόπι  βάζου λίγα λαχανάκια (λέγεται με υπερβολή)

ψανιάζου  ρ. μεταβ. και αμετ.  αόρ. ψάνιασα· για λάχανα που πρόκειται να μαγειρευτούν· τα μαραίνω, τα μαραγκιάζω, τα ρίχνω λίγο: να μην τα βάειζ  ουμά (ωμά) τα λάχανα στου ταψί, να τα ψανιάειζ πρώτα λίγου

ψαρής  επίθ. η ψαρής η ψαρεά του ψαρί (για ζώα)· αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα: ψαρής γάιδαρος, ψαρεά φουράδα, ψαρί άλουγου

ψαρουνέφρι  του ουδ. ουσ.  το  ψαρονέφρι· εκλεκτό κομμάτι σφάγιου κρέατος που βρίσκεται απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά της σπονδυλικής στήλης και κοντά στα νεφρά· το φιλέτο αυτό είναι ολόψαχνο και πολύ νόστιμο

ψάχου  ρ. (ψάχου ψαχς ψάχει· ψάχουμι ψάχτι ψάχουν) αόρ. έψαξα· ψάχνω: τι ψάχς αυτού τόσην  ώρα;

ψε  και  (ι)ψες  επίρρ.  εψές

ψένου  ρ. αόρ. έψα  ψένουμι ψήτχα ψμένους· ψήνω, καίω πολύ: ψένει όξου η ήλιους – ψένιτι του πιδί στουν πιριτό – την έψα την πίτα (την έψησα) – ψήτχαν τα κάστανα – είνι άμαθου ακόμα του πιδί στη δλειά, δεν είνι ψμένου

ψήλους του ουδ. ουσ. το ψήλος, το ύψος: έριξι ένα ψήλου του πιδί, τουν απέρασι τουν πατέρα τ’

ψιματούρς  επίθ. η ψιματούρς η ψιματούρα του ψιματούρικου· ο ψεμματούρης, αυτός που λέει πολλά ψέμματα (κυρίως αθώα ψέμματα)

ψιφταφλάδας  η αρσ. ουσ. και θηλ. ψιφταφλάδα· ο ψεύτης, αυτός που λέει αθώα, κυρίως, ψέμματα, ο παραμυθάς

ψίχα  η  θηλ. ουσ.  λίγη ποσότητα από κάτι (υλικό ή μη), μια σταλιά, μια ιδέα: δο μ’ κι μένα νια ψίχα, έτσι να δοκιμάσου λίγου – κάνει  ψίχα κρύου όξου α, τι λες κι συ – θα πρέπει  να είνι ψίχα χαζός η καημένους  κι κάνει  έτσι

ψιχαστήρα  η  θηλ. ουσ. και η  ψιχαστήρας  (αρσ.)· ο ψεκαστήρας, μηχανισμός που ψεκάζει διάφορα υγρά (ή και αέρια)

ψλος   επίθ.  η ψλος η ψλεα του ψλο· ο ψηλός

ψλούτσικους  επίθ. η ψλούτσικους η ψλούτσικην του ψλούτσικου· ο ψιλούτσικος

ψουμώνου  ρ. αμετάβ.  αόρ. ψούμωσα· ψωμώνω· γεμίζω (καρπό), μεστώνω: ψούμουσαν τα στιάργια – ψούμουσαν τα φασούλια· ψουμουμένους· ο γεμάτος, ο σωματώδης: ψουμουμένη  γναίκα κι κορμιρεά (κορμερή)

ψούνια  τα ουδ. ουσ.  τα ψώνια: κάθε Διυτέρα γύρζαμαν απ’ τα Τρίκαλα, απ’ του παζάρι,  μι του δισάκι  γιουμάτου ψούνια

ψυχουπαίδι  του ουδ. ουσ.  το ψυχοπαίδι, θετό παιδί

ψυχουχάρτι  του ουδ. ουσ.  μικρό δεφτέρι με γραμμένα τα ονόματα των νεκρών μιας οικογένειας, τα οποία μνημονεύει ο ιερέας σε τρισάγια, κυρίως τα Ψυχοσάββατα

                                                                    Ω

ω  επιφ.  1) για πρόσκληση: ω Γιώργου, πού είσι; – ω μάνα, τι εχς να φάω ; 2) για καλωσόρισμα: ω καλώς τουν, καλώς τουν! 3) για έκπληξη: ω χιουνίζει όξου! 4) για ικανοποίηση: ω τι καλά – ω τι ωραία!  κ. λ. π.

ώου  επιφ.  χρησιμοποιείται για να κάνουμε τα γελάδια να προχωρήσουν ή να τα διώξουμε ή και να τα σταματήσουμε· βέβαια για κάθε περίπτωση αλλάζουμε τον τόνο της φωνής ή προσθέτουμε σχετικές λέξεις για να δηλώσουμε καλύτερα αυτό που θέλουμε: ώου, τιμπέλικου,’π δεν πιρπατάς λιγάκι – ώου, σταματήστε να σας  ξιζέψου απ’ του κάρου να ξεαπουστάστι λιγάκι – ώου! ώου! ψουφίμι, κάνι παραπέρα

ω  ρα  επιφ. : ω ρα Κώτσιου, τι καντς;

ωρέ  μόριο 1) επιτατικό, ως ενίσχυση αυτού που λέει κάποιος: τι κρύου είνι αυτό όξου! ωρέ ψόφους, όχι  κρύου μαναχά!  2) για θαυμασμό ή απορία: έφτασι ένα μέτρου του χιόνι όξου· ωρέ! τι λες; – ένα φίδι, τι να σι ’πού, δυο μέτρα, κι παραπάν’! ωρέ! ωρέ! ωρέ! 3) ως προσφώνηση: ωρέ, Κώστα, δεν ακούς ντιπ απ’ σι φουνάζου; – ωρέ, δε μεαπαρατάς κι συ λέω  ιγώ μαναχά!


επικοινωνιστε μαζι μας