Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Πάντα ήξερα



Πάντα ήξερα ότι όποτε ήθελα, άναβες!
Σε έπαιζα στα χείλη μου,
έμπαινες μέσα μου με τρόπο μοναδικό!
Πάντα όμως τελείωνες γρήγορα!
Γιατί ρε καταραμένο... Τσιγάρο.

ΟΙ ΠΑΛΙΟΠΑΡΕΕΣ


«Αλλοτινές μου εποχές - αλλοτινοί μου χρόνοι»


Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν το ανθρώπινο είδος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα της ζωής.
Κι ο καιρός περνάει, κι ο χρόνος πάντα αμείλικτος κι αδυσώπητος δεν ξαναφέρνει ποτέ πίσω τα νιάτα και την ομορφιά της ζωής.
Οι παλιές παρέες σιγά - σιγά διαλύονται και χάνονται.
Η νιότη δίνει τη θέση της στο γήρας. Μένουν όμως, σε κάποιο συρτάρι, οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες να θυμίζουν νοσταλγικά την έγχρωμη ζωή του χθες.
Ωστόσο μέσα στη μνήμη μας κρατάμε μικρές λεπτομέρειες από τα συμβάντα της
ζωής μας. Η μνήμη μας είναι η σχεδία πάνω στην οποία ταξιδεύουμε με σιγουριά και δεν πνιγόμαστε στη θάλασσα της αγωνίας του τέλους που πλησιάζει.
Κι έτσι το μόνο πράγμα που απομένει να κατανοήσουμε και που μας το επιβεβαιώνουν και οι στίχοι των τραγουδιών είναι:
«Χαρείτε τούτη τη ζωή γιατί ο καιρός διαβαίνει
κι όποιος θα μπει στη μαύρη γη ποτέ δεν ξαναβγαίνει».


«Αλλοτινές μου εποχές - αλλοτινοί μου χρόνοι»


«Φεύγουν τα καλλίτερά μας χρόνια - ώρα με την ώρα βιαστικά»


«Να 'ταν τα νιάτα δυο φορές - τα γηρατειά καμία»


«Πάει ο καιρός πάει ο καιρός - που ήταν ο κόσμος δροσερός»


«Πως περνούν τα χρόνια, όνειρα γλυκά - σαν τα χελιδόνια φεύγουν μακριά»


Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ο Μύθος του Σακαφλιά



Ο Σακαφλιάς με τ΄ όνομα, της Τρίπολης ο μάγκας
και των Τρικάλων το παιδί, το θύμα της «μαρμάγκας».

Ήτανε νέος κι όμορφος, μαγκίτης κι αλανιάρης,
λεβέντης μες στην Τρίπολη, νταής και πεισματάρης.

Στα καταγώγια σύχναζε, και στις φωλιές των λύκων,
κι ήταν θαμώνας τακτικός στης ανοχής των οίκων.

Για μια γυναίκα νοιάζονταν και πέθαινε για ΄κείνη
κι απ΄ τα πορνεία σκόπευε να την απομακρίνει.

Ήταν γυναίκα όμορφη , πόρνη πολυτελείας
ελεύθερη και άνετη σε θέματα φιλίας.


Γοήτευε και έκανε στους άντρες τα χατίρια
κι εκείνοι για τα μάτια της κάνανε χαρακίρια.

Χάριζε σ όλους συντροφιά κι απλόχερα αγάπη,
είχε τη Κάρμεν αδερφή, πατέρα τον Σατράπη.

Ο Σακαφλιάς τη λάτρευε, πολύ την αγαπούσε
έκανε όνειρα γι΄ αυτή και τη διεκδικούσε.

Μα κάποιος χωροφύλακας, με «μπάρμπα στη κορώνη»,
είχε κι αυτός πολύ σεβντά και κάψα για την πόρνη.

Είχε καημό και ήθελε δική του να την κάνει.
και με κουμπάρο και παπά να βάλουνε στεφάνι.


Την αγαπούσε ο Σακαφλιάς την ήθελε κι ο μπάτσος,
ο ένας ήταν μπελαλής, μα ο άλλος πιο καπάτσος.

Είχαν καημό και γύρναγαν στα ίδια τα λιμέρια
για μιας γυναίκας την καρδιά, ερχόταν και «στα χέρια».

Για μιας γυναίκας την καρδιά, τρελαίνονταν κι οι δύο,
κι έτσι μπλεχτήκαν άθελα σε «ερωτοδικείο».

Κι εκεί που αντιδικούσανε κι έλεγαν τα δικά τους,
καθώς υπερασπίζανε τα συναισθήματά τους,

του ήρθε του μπάτσου στο μυαλό μια ιδέα…, την αρπάζει,
κι αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο του βάζει.

Είχε το «νόμο», τη «στολή», μαζί του και το «μέσον»
και ζήτησε κρυφά αλλού, για να τον μεταθέσουν.

Έτσι λοιπόν και έγινε, και κάποια μέρα φύγαν
κι από την Τρίπολη κρυφά στα Τρίκαλα τον πήγαν.

Πείρε κρυφά μετάθεση προαγωγή στη ζούλα
και από μπάτσος έγινε, προαγωγός με βούλα.

Πείρε μαζί στα Τρίκαλα την όμορφη εταίρα,
τη σπίτωσε, τη φρόντισε, της πέρασε και βέρα


και με τουπέ και άνεση και νταβαντζή αέρα,
την έβγαλε στη βίζιτα τη δεύτερη ημέρα.

Ήταν το κόλπο έξυπνο…, τον Σακαφλιά να «αδειάσει»
και την υπόλοιπη ζωή στη ζούλα να περάσει.

Μπάτσος λοιπόν, στα Τρίκαλα, τώρα υπηρετούσε
και προστασία κι έλεγχο στις παστρικές πουλούσε.

Μες στους τεκέδες γύρναγε και «χωροφυλακτούσε»
και στα πορνεία, ο άτιμος, τα κέφια του γλεντούσε.

Ο Σακαφλιάς στη Τρίπολη σαν πληγωμένο αγρίμι,
στο μπαγλαμά του έπαιζε του πόνου το ταξίμι.


Περνούσε ώρες δύσκολες, έπινε και μεθούσε
και μες στη ζάλη του πιοτού έκλεγε και θρηνούσε.

και μες στη ζάλη του πιοτού συνέχεια αναζητούσε
αυτή που είχε στην καρδιά, αυτή που αγαπούσε.

Όλο τον κόσμο ρώταγε, κανείς δεν του απαντούσε
κλειστά είχαν τα στόματα κι αυτό, τον ενοχλούσε.

Κι απ΄ το πολύ το ψάξιμο, κι από το πολύ το κρίμα,
κάποιος του σκάει το μυστικό και του τα λέει… «χύμα».

Πως έγινε; πως φύγανε; που πήγαν; και που ζούνε;
πως του φερθήκαν πονηρά να τον ξεφορτωθούνε;

Τη προδοσία, τη μπαμπεσιά, τη προσβολή μαθαίνει
και στο κεφάλι, ξαφνικά, το αίμα του ανεβαίνει.

Το κόλπο της μετάθεσης, του μπάτσου η μανίτα,
κι η πουτανιά της γκόμενας του κόστισαν την ήττα.

Ταμπλάς του ήρθε μ΄ όλα αυτά, θίχθηκε η υπόληψή του
κι ορκίζεται στα νιάτα του, στην αντρική τιμή του,

να πάει να βρει τα ίχνη τους, να λύσει το κουβάρι,
κι η πληγωμένη του καρδιά εκδίκηση να πάρει.

Χρόνο δεν χάνει ο Σακαφλιάς στα Τρίκαλα πηγαίνει
και στα στενά τους τριγυρνά, στις ρούγες μπαινοβγαίνει.

Παίρνει τα σπίτια στη σειρά τις πόρτες μία – μία,
μες στις ταβέρνες ξενυχτά και στα χαμαιτυπεία.

Βρίζει, απειλεί, τσακώνεται με κάτι χασικλήδες,
μαχαιροβγάλτες, φθάσανε, του μπάτσου οι νταβατζήδες.

Κρύβουν τις πόρνες οι τσατσές και διπλοαμπαρώνουν,
μες στα στενά τον Σακαφλιά νταήδες τον κυκλώνουν.

Μες στα στενά του Σακαφλιά ο χάρος κόβει βόλτες,
για μιας γυναίκας την καρδιά παλεύουνε οι μόρτες.

Και σαν ανάβει ο καυγάς και πιάστηκαν στα χέρια,
βγήκαν στιλέτα φονικά και δίκοπα μαχαίρια.


Δυο μαχαιριές τον ρίχνουνε κι είναι η στερνή του ώρα,
μία του φθάνει ως τη καρδιά κι είναι θανατηφόρα.

Το παλικάρι κείτεται στη γη, νεκρό λιοντάρι,
ο χάρος τον σημάδεψε και ήρθε να τον πάρει.

Τον Σακαφλιά σκοτώσανε, το αίμα κυλάει ακόμα…,
κι όπως κυλάει…, μια καρδιά σχημάτισε στο χώμα.

Είναι η καρδιά του έρωτα στα Τρίκαλα που ανθίζει,
κι όταν περάσεις από εκεί, κάτι σου ψιθυρίζει.


κι όταν περάσεις από εκεί, δες το, γιατί αξίζει,
μία καρδιά σε δυο στενά ερωτοφτερουγίζει.

Ένα λουλούδι όμορφο που μόνο εκεί φυτρώνει
«του Σακαφλιά ο έρωτας», η άγρια ανεμώνη.

Κάθε που μπαίνει η άνοιξη κι ο τόπος λουλουδιάζει,
ένα λουλούδι σαν καρδιά τριγύρω ευωδιάζει.

Κι ένα τραγούδι αθάνατο, στολίδι του Τσιτσάνη
είναι γι΄ αυτό το φονικό, μνημόσυνο στεφάνι.


Μια ζεϊμπεκιά λεβέντικη που τη χορεύουν λίγοι,
όσοι μετέχουν μυστικά, στου χάρου το παιχνίδι.

Όσοι ποντάρουν τη ζωή και τηνε παίζουν ζάρια
και στις αξίες της ζωής δεν κάνουνε παζάρια.


Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά
κι έμειναν έρμα τα πουλιά και ψάχνουν για αλλού φωλιά.

 
 

Το ανέκδοτο της ημέρας


Ένας αστυνομικός έχει σταματήσει έναν οδηγό για υπερβολική ταχύτητα.
-Μπορώ να δω το δίπλωμά σας;
-Α, δεν έχω, μου αφαιρέθηκε λόγω point system.
-Μπορώ να δω την άδεια για το όχημα;
-Μα δεν είναι δικό μου το αυτοκίνητο, το έκλεψα.
-ΤΟ ΚΛΕΨΑΤΕ;
-Σωστά, για να σκεφτώ, νομίζω ότι είδα πριν την άδεια στο ντουλαπάκι όταν έβαλα μέσα εκεί το πιστόλι μου.
-Υπάρχει πιστόλι στο αμάξι;
-Ναι κύριε, εκεί το έβαλα, όταν πυροβόλησα και σκότωσα την γυναίκα που οδηγούσε το αυτοκίνητο και μετά έβαλα το πτώμα πίσω στο πορτ-μπαγκάζ.
-Υπάρχει ΠΤΩΜΑ στο αυτοκίνητο;
-Σωστά, κύριε.
Μετά από όλα αυτά ο αστυνομικός καλεί τον αρχηγό. Και σύντομα το αυτοκίνητο περικυκλώνεται από αστυνομικά. Ο αρχηγός πλησιάζει τον οδηγό για να χειριστεί την κατάσταση.
-Κύριε μπορώ να δω το δίπλωμά σας;
-Φυσικά, ορίστε, νάτο.
-Μάλιστα είναι ΟΚ, και σε ποιόν ανήκει το αυτοκίνητο;
-Δικό μου είναι, να και η άδεια.
-Θα μπορούσατε να ανοίξετε το ντουλαπάκι, υπάρχει εκεί όπλο;
-Βεβαίως, κοιτάξτε, δεν υπάρχει τίποτα.
-Σας πειράζει να ανοίξετε και το πορτ-μπαγκάζ;
Μου είπαν ότι έχετε βάλει ένα πτώμα εκεί.
-Δεν υπάρχει πρόβλημα, κοιτάξτε.
-Αδειο κι αυτό!!! Μα δεν καταλαβαίνω, ο αστυνομικός που σας σταμάτησε μας είπε ότι του είπατε ότι δεν είχατε δίπλωμα, ότι κλέψατε το αμάξι, ότι υπήρχε όπλο στο ντουλαπάκι, και ότι υπήρχε ένα πτώμα.
-Α καλά! στοιχηματίζω ότι θα σας είπε ότι έτρεχα ΚΑΙ με υπερβολική ταχύτητα!

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Η ζωή δεν είναι αγώνας



Έχεις χαζέψει τα παιδιά να κάνουν "γύρω γύρω όλοι",
ή έχεις ακούσει τη βροχή να χτυπάει το έδαφος;
Έχεις ακολουθήσει την ακανόνιστη πτήση μιας πεταλούδας,
είτε παρακολούθησες τον ήλιο καθώς ξεθωριάζει μέσα στη νύχτα;
Ρίξε τους ρυθμούς, μην χορεύεις τόσο γρήγορα,
ο χρόνος είναι λίγος, η μουσική δεν θα διαρκέσει.
Περνάει η μέρα σου σαν να είναι ένα λεπτό;
Όταν ρωτάς "πώς είσαι;", ακούς την απάντηση;
Όταν η ημέρα τελειώνει, ξαπλώνεις στο κρεβάτι,
με τις επόμενες εκατό δουλειές να τρέχουν μέσα στο κεφάλι;

Ρίξε τους ρυθμούς, μην χορεύεις τόσο γρήγορα,
ο χρόνος είναι λίγος, η μουσική δεν θα διαρκέσει.
Όταν λες στο παιδί σου "θα το κάνουμε αύριο",
προλαβαίνεις να δεις την θλίψη του;
Έχασες μια φιλία λόγω αποξένωσης,
γιατί δεν είχες τον χρόνο να τηλεφωνήσεις για ένα "γεια";
Ρίξε τους ρυθμούς, μην χορεύεις τόσο γρήγορα,
ο χρόνος είναι λίγος, η μουσική δεν θα διαρκέσει.
Όταν τρέχεις να φτάσεις κάπου,
χάνει την μισή μαγεία της διαδρομής.
Όταν ανησυχείς και βιάζεσαι στην διάρκεια της μέρας,
είναι σαν να πετάς ένα κλειστό δώρο.
Η ζωή δεν είναι αγώνας, μην τρέχεις,
άκου την μουσική πριν τελειώσει το τραγούδι.

Από το "IDEA STUDIO" και το "NEFELOMA"

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

«Οι παραδοσιακοί Οργανοπαίχτες του Βαλτινού»



Ο χρόνος αποκαθιστά συχνά ανθρώπους που στο παρελθόν η προσφορά τους είχε αγνοηθεί, είχε αδικηθεί … Κάποτε, ωστόσο, συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο: Μπορεί δηλαδή, με την πυκνή ομίχλη του να σκεπάσει, να κρύψει από τις επόμενες γενιές το έργο εκείνων που κανονικά θα έπρεπε να έχουν περίοπτη θέση στα βιογραφικά λεξικά και στη μνήμη μας.
Αυτή η περίεργη ομίχλη έκρυβε επιμελώς, από όλους μας, τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της περιοχής μας και άφηνε ένα κομμάτι της κοινωνικής ζωής του τόπου μας ξεχασμένο και άγνωστο.


Για όλους αυτούς τους ανεπανάληπτους παιχνιδιάτορες που πλούταιναν την πολιτιστική μας προίκα επιχειρούμε να

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Δυο δάκρυα



Δύο δάκρυα επέπλεαν πάνω στο ποτάμι.
Το ένα δάκρυ είπε στο άλλο:
«Είμαι από τα απαλά γαλάζια μάτια μιας ερωτευμένης γυναίκας.
Είμαι το δάκρυ της χαράς, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη γιατί μόλις παντρεύτηκε.
Ήμουν στο μάγουλό της όταν με σκούπισε με το γάντι της.
Μπορούσα να πω με βεβαιότητα από την όψη του προσώπου της, πως δεν με χρειαζόταν.
Για αυτό, γλίστρησα και άρχισα το ταξίδι μου προς τη θάλασσα».
Το άλλο δάκρυ είπε, πως «συνδεόμαστε, είμαι το δάκρυ της θλίψης που γεννήθηκε από την απόρριψη.
Είμαι από τα θλιμμένα καστανά μάτια της παλιάς της λάμψης.
Του υποσχέθηκε πως θα είναι σύντροφοι για μια ζωή.
Τον εγκατέλειψε με αρκετά ερωτηματικά και ελάχιστες απαντήσεις.
Ήμουν στα μάγουλά του καθώς στεκόταν ακίνητος και την φώναζε με το όνομά της.
Μπορώ με βεβαιότητα να πω, πως είχε πολλούς από τους φίλους μου για συντροφιά.
Για αυτό, γλίστρησα και άρχισα το ταξίδι μου προς τη θάλασσα».
Οοοο, ο Ωκεανός είναι λίγο μεγαλύτερος απόψε,
Δύο ακόμη δάκρυα… κάποιος έκλαψε…
Ένα από αυτά είναι χαρούμενο και το άλλο πιο θλιμμένο και από τη θλίψη.
Η παλλίροια εναλλάσσεται με την άμπωτη.
Κάποια μέρα θα υπάρχουν πάλι δάκρυα,
που θα χυθούν σε μια στιγμή ευχαρίστησης ή σε μια στιγμή πόνου,
μετά θα γλιστρήσουν και θα αρχίσουν το ταξίδι τους προς τη θάλασσα.
Χθες βράδυ βρισκόμουν σε μια αίθουσα αναμονής,
μια νοσοκόμα μπήκε και μου έφερε τα νέα.
«Είναι κοριτσάκι και οι δυο τους είναι πολύ καλά..»
Ένας ηλικιωμένος άντρας καθόταν κοντά μου, είχε χάσει τη γυναίκα του, και μου είπε, «έχεις έναν καινούργιο άγγελο, κι εγώ μόλις έχασα τον δικό μου.
Υποθέτω πως ο καλός Θεός δίνει και ο καλός Θεός παίρνει».
Και οι δύο, σκουπίσαμε ένα δάκρυ από τα μάτια μας.
Οοοο, ο Ωκεανός είναι λίγο μεγαλύτερος απόψε,
Δύο ακόμη δάκρυα… κάποιος έκλαψε,
Ένα από αυτά είναι χαρούμενο και το άλλο πιο θλιμμένο και από τη θλίψη.
Η παλλίροια εναλλάσσεται με την άμπωτη.
Ένας ολόκληρος καινούργιος κύκλος της ζωής ξεκινά.
Τα δάκρυα είναι μέρος της ευχαρίστησης και μέρος του πόνου.
Μέχρις ώτου γλιστρήσουν και γίνουν ένα με τη θάλασσα.


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Ο νέος μουσικοσυνθέτης, Βασίλης Αγγελής.



Μετά την έκδοση του πρώτου cd, με ηλεκτρονική μουσική του Απόστολου Λ. Αγγελή με τίτλο «2Α HOLOGRAM» κάνει την εμφάνισή του στο μουσικό στερέωμα ο αδερφός του και ο συγχωριανός μας Βασίλης Λ. Αγγελής.
Πρόκειται για την κυκλοφορία ενός νέου cd που φέρει τον τίτλο «AMALGAMA», με 11 μουσικά κομμάτια, κράμα οργανικής ηλεκτρονικής μουσικής με ethnic και ορχηστρικά στοιχεία.


Η φυσική δημιουργικότητα είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στο πρώτο μουσικό έργο του Βασίλειου Αγγελή, που εμφανίζεται με το ψευδώνυμο WOODCRAFT. Μετά από πολλά χρόνια μουσικής έκφρασης και εξερεύνησης, ο καλλιτέχνης στα τέλη του 2010 κυκλοφορεί το δίσκο οργανικής-ηλεκτρονικής μουσικής αναμειγνύοντας μουσικές παραδόσεις και ήχους από διάφορα μέρη της γης. Ο τίτλος του δίσκου “Amalgama” εύκολα εξηγεί το ηχητικό αυτό μείγμα.


Σε ένα κόσμο καλλιτεχνικής παγκοσμιοποίησης, οι ουσιώδεις μουσικές αναμνήσεις τείνουν σιγά-σιγά να εξαφανιστούν• αυτή η άκαρπη κατάσταση όμως μερικές φορές διεγείρει την ενδότερη μουσική δημιουργία μέσα από την οποία φαίνεται να αναδύονται οικουμενικές στοιχειώδεις αλήθειες.
Ο Βασίλειος υπογραμμίζει ότι: «Η μουσική ξεπερνά τα όρια της γλώσσας, και είναι τόσο παλαιά και βαθιά που δείχνει στις αρχαίες μας ρίζες, όντας διασυνδεδεμένη με την ύλη-ενέργεια και την τάση της να δημιουργεί ζωή σε όλο το/τα σύμπαν (τα)».
Η σύνθεση, η ενορχήστρωση, η ηχητική επεξεργασία, ο προγραμματισμός και η παραγωγή του δίσκου έγιναν από τον ίδιο τον καλλιτέχνη μεταξύ των ετών 2009-2010 στο προσωπικό του studio στα Τρίκαλα, ενώ το mastering έλαβε χώρα στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών.


Το “Amalgama” χαρακτηρίζεται από γεώδης και σύγχρονες μελωδίες synthesizer, ανατολίτικα κρουστά, ρυθμούς ιθαγενών φυλών, ethnic περάσματα και ήχους κλασσικής ορχήστρας. Στο συνονθύλευμα αυτό των μουσικών στοιχείων προστίθενται επεξεργασμένα και world φωνητικά, ύμνοι, χορωδίες και πρωτοποριακοί ηλεκτρονικοί ήχοι.
Μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει ότι το “Amalgama” κουβαλάει βαθιές επιρροές από πολλά μουσικά είδη και πολιτισμούς. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια σημαντική παράμετρο στη δημιουργία αυτού του έργου και όπως και ο ίδιος ο καλλιτέχνης τονίζει: “Η μουσική έχει δημιουργηθεί και χρησιμοποιηθεί από όλους τους πολιτισμούς του κόσμου ως μέσο έκφρασης, επαφής, διέγερσης συναισθημάτων, θεραπείας, ψυχαγωγίας, ενοποίησης και επικοινωνίας”.

Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι η δεύτερη κυκλοφορία της δισκογραφικής εταιρίας Apoapsis Records• μια συμπαγή συνέχεια για την ίδια αλλά και ένα ασυνήθιστο έργο για το μουσικό κόσμο.
Την κοπή του δίσκου ανέλαβε η Sony DADC στην Αυστρία.
Το μουσικό έργο “Woodcraft - Amalgama” είναι ήδη διαθέσιμο σε όλο τον κόσμο ως CD album καθώς και σε διαδικτυακή ψηφιακή μορφή (online digital download) www.apoapsisrecords.com και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφτούν και την ιστοσελίδα του καλλιτέχνη www.woodcraftmusic.com για πληροφορίες σχετικά με τον ίδιο και την τέχνη του.


Για αν έρθετε σε επαφή με τον καλλιτέχνη μπορείτε να επικοινωνείτε στο παρακάτω e-mail promo@apoapsisrecords.com
Για πληροφορίες σχετικά με τη δισκογραφική εταιρία επισκεφτείτε τον ιστότοπο www.apoapsisrecords.com
Για γενικές πληροφορίες επικοινωνήστε με email στα: info@apoapsisrecords.com
ή στα τηλέφωνα: +30 6996 144527, +30 6993 159030.


Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Οι περιστεριώνες της δυτικής Θεσσαλίας (Τρίκαλα ­ Καρδίτσα).



Οι περιστεριώνες των κυκλαδίτικων νησιών δεν αποτελούν μοναδικότητα για την Ελλάδα, καθότι παρόμοια κτίσματα και με ανάλογο ιδιαίτερο ενδιαφέρον συναντούμε στη δυτική Θεσσαλία, δηλαδή, στα χωριά των νομών Τρικάλων και Καρδίτσης.
Οι κάτοικοι αυτών των αγροτικών χωριών, μαζί με τα άλλα οικόσιτα ζώα και πτηνά, εκτρέφανε και εκτρέφουν ακόμα και σήμερα περιστέρια για το νόστιμο κρέας τους.




Οι περιστεριώνες αυτοί, που βρίσκονται διάσπαρτοι στα διάφορα πεδινά χωριά, είναι κτισμένοι παραπλεύρως της αγροτικής κατοικίας και του αχυρώνα, μέσα στον οικισμό και διατηρούν, μεταξύ τους, σχεδόν την ίδια αρχιτεκτονική δομή.
Είναι λιτά διώροφα χαρακτηριστικά κτίσματα, με πλίνθους, ή τούβλα, ή τσιμεντόλιθους και η σκεπή τους είναι κεραμοσκεπής ή με μεταλλικά ελάσματα (τσίγκους). Εξωτερικά στα τοιχώματα υπάρχουν τετράγωνές ή τρίγωνες οπές εισόδου ­ εξόδου των πτηνών (φωλίτσες). Ο εσωτερικός χώρος χρησίμευε για αποθήκη ή για άλλη χρήση.
Στην κατασκευή τους λαμβάνονταν υπόψη τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των περιστεριών από τις νυφίτσες, τα φίδια κλπ.



Ένας περίπατος και μια προσεχτική ματιά στα διάφορα καραγκουνοχώρια της περιοχής θα σας δώσει την ευκαιρία να τους ανακαλύψετε.
Εμείς παρουσιάζουμε ένα δείγμα από την συλλογή μας για να πάρετε μια γεύση από αυτούς τους αξιοπρόσεχτους περιστεριώνες που σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν μνημεία της λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Περιστεριώνας στην Φανερωμένη Τρικάλων


Περιστεριώνας στο Μεγάλο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων


Περιστεριώνας στο Παλιοχώρι Καρδίτσης


Περιστεριώνας στη Μαγουλίτσα Καρδίτσης


Περιστεριώνας στο Γλίνος Τρικάλων


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Ο Μύθος της Παπαράντζας



Μια ιστορία θα σας πω που την γνωρίζουν λίγοι
σ' όσους αρέσει δηλαδή, της γνώσης το κυνήγι.

Κι αν δεν φαντάζει αληθινή κρύβει πολλές αλήθειες
αρκεί να ψάξεις να τις βρεις στις τοπικές συνήθειες.

Ήταν στα χρόνια τα παλιά ένας ωραίος νέος
ο Ακταίωνας, ο άρχοντας, ανδρείος και γενναίος.

Μια μέρα που κυνήγαγε στους κάμπους και στα όρη
απρόσμενα συνάντησε κι αντίκρισε μια κόρη,

μια όμορφη αγρότισσα, νεραϊδογεννημένη
την Παπαράντζα την κυρά την χίλιοπαινεμένη.

Ο έρωτας τους χτύπησε καθώς χτυπά τους νέους,
τους ήρωες, τους άτρωτους, του κόσμου τους γενναίους.

Κι ήταν το δέσιμο σφιχτό, το ταίριασμα μεγάλο
τέτοιο ζευγάρι ζηλευτό στη γη δεν ήταν άλλο.

Το γάμο τους σχεδίαζαν και πλάθαν’ τα όνειρά τους
και στα κρυφά αντάμωναν, ζούσαν τον έρωτά τους.

Μα ο Αρισταίος δυστυχώς, του Ακταίωνα ο πατέρας
τον γάμο δεν ενέκρινε κι οργίστηκε σαν τέρας.

Ήθελε προίκα ζηλευτή και πλούτη για το γιο του
και από την τάξη του να βρει να πάρει όμοιό του.

Η Παπαράντζα ήταν φτωχή μα είχε στην καρδιά της
πλούτη, αισθήματα αγνά και πίστη στα όνειρά της.


Και έτσι όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις
το θέμα περιπλαίχτηκε με κόντρες κι επιπτώσεις.

Τα πάνω κάτω ήρθανε κι αρχίσαν οι καυγάδες
ο κόσμος όλος χάλασε και μπήκαν σε μπελάδες.

Τα είδε ο γέρο Κόζιακας κι από την ταραχή του
κι απ' το πολύ το άδικο εράγισε η ψυχή του.

Το ανάθεμα επηρέασε του φεγγαριού τη χάση
τα πάντα γύρω αγρίεψαν σκοτείνιασε η πλάση.

«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, και ματαιοδοξία,
στα πλούτη, στα πολλά λεφτά να δίνεται αξία,

να μπαίνουνε εμπόδιο στου έρωτα τη χάρη,
να μην αφήνουνε τους νιους να γίνονται ζευγάρι;».

Και τότε ο γέρο Κόζιακας συθέμελα εσείσθη
σεισμός μεγάλος έγινε κι η γης ταρακουνήθη.

Έξι λοφίσκους τάματα και τρεις μαγούλες δίνει,
δύο ποτάμια χάρισμα και μια μικρούλα λίμνη.

Στην Παπαράντζα τη φτωχή μεγάλη προίκα αφήνει
νύφη, γυναίκα και κυρά κι αρχόντισσα να γίνει.

Λιβάδια, βάλτους, τέλματα στον κάμπο απλωμένα
κι όλα τ' αστέρια τ' ουρανού δικά της, χαρισμένα.

Και έτσι ο γάμος έγινε και βρέθηκε μια μέρα
η Παπαράντζα αρχόντισσα με άντρα και με βέρα.

Κτίσανε το παλάτι τους, γέννησαν τα παιδιά τους
κι ευτυχισμένοι ζούσανε μέσα στην αρχοντιά τους.

Περνά διαβαίνει ο καιρός κι αλλάξανε τα χρόνια
και ‘κει στον γέρο Κόζιακα ελιώσανε τα χιόνια.

Και πριν να μπει η άνοιξη κι ανθίσουν τα λουλούδια
μπήκε στο σπίτι συμφορά και πένθιμα τραγούδια.

Απ' τα πολλά τα τέλματα κι από την υγρασία
ήρθε στον κάμπο το χτικιό και η ελονοσία.

Τον άτυχο Ακταίωνα, ρίγη από θέρμη πιάνουν
κι ένας ελώδης πυρετός στο θάνατο τον φθάνουν.

Η μοίρα του το έγραφε, το μαύρο πεπρωμένο
και ένα πρωί τον βρήκανε στο δάσος πεθαμένο.

Αργά το βράδυ ήρθανε τα νέα στη Παπαράντζα
την ώρα που νανούριζε τους γιους της στη σαρμάντζα.

Κι ήταν τα νέα άσχημα φαρμάκι στην καρδιά της
χήρα αυτή και ορφανά τα δύο τα παιδιά της.

Παίρνει απ' τη λίμνη νάματα κι απ' τις μαγούλες χώμα
και θάβει μες στα κτήματα του άντρα της το πτώμα.

Κλαίει στον τάφο και θρηνεί, τραβάει τα μαλλιά της
και στου θανάτου τη γιορτή λέει τ' ανάθεμά της.

Ανάθεμα στη μοίρα μας, στο μαύρο ριζικό μας
ένα κι ογδόντα μες στη γη είναι το μερτικό μας.

Έτσι το θέλησε ο θεός, έτσι κι η μαύρη μοίρα
να μείνουν πίσω ορφανά κι η Παπαράντζα χήρα.

Τα ορφανά μεγάλωσαν σαν δύο μηλαδέρφια
κάναν δικά τους σπιτικά, δικά τους βιλαέτια.

Ο Εξάλοφος, που στα ριζά του Κόζιακα αρχοντεύει,
Σαρακατσιάνος τσέλιγκας τους λόφους αγναντεύει.

Και πλάι τα Ματσουκέϊκα, μέτοικος, νέος, Βλάχος,
απ' το Ματσούκι βρέθηκε στα χειμαδιά ξωμάχος.

Η Παπαράντζα η άμοιρη χήρα και πικραμένη
ζει, βασιλεύει, κυβερνά, δαφνοστεφανωμένη.

Δυο οικισμοί κι ένα χωριό πορεύονται κι αντέχουν
και στους αιώνες των καιρών κοινή πορεία έχουν.

Είναι ένα όμορφο χωριό με δένδρα και πλατάνια
το Δενδροχώρι, που απ' τη γη φωτίζει στα ουράνια.

 

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Βαλτσινιώτικο Παραμύθι

Tι σημαίνει να είσαι «φτωχός»….


 
Μια φορά κι έναν καιρό ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο Βαλτινό, σε μια γνωστή τους οικογένεια που ζούσε στο χωριό.
Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην Βαλτινό και καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία στο χωριό;»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες;» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.
Ο γιος τότε απάντησε:
«Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές.
Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι.
Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα.
Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας• αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό.
Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι.
Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα.
Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους.
Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους».
Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του.
Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:
«Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά, που με δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε.»

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΕΛΑΤΗΣ



Κάποτε, τα χρόνια εκείνα
που μιλούσανε τα κρίνα
κι είχαν οι άνθρωποι φτερά
και βοτάνια μαγικά
πλάθαν’, λέγαν’ ιστορίες
μύθοι, αλήθεια, φαντασίες
για μεγάλους και παιδιά.

Ζάχαρη, νερό κι αλάτι.
Ήταν κάποτε η Ελάτη
που την λέγανε και Τύρνα
κι ήταν κόρη Βασιλιά,
μες στα όρη ετριγύρνα
στα ελάτια τα πυκνά
μες στην άγρια λαγκαδιά.

Ήταν κάποτε μια κόρη
όμορφη, γλυκιά κι αφέντρα
κι από τα ψηλά τα όρη
και τα σκιερά τα δένδρα
βρέθηκε για κάποιο αγόρι
και του έρωτα την κέντρα
μες στον κάμπο νυφαδιά.

Ήταν στα ψηλά χιονάτη
όμορφη, γλυκιά κι αφράτη.
Κι ένας Βάλτος που ήταν νέος
και της έκλεισε το μάτι
τη σαγήνεψε κι ευθέως
την φορτώθηκε στην πλάτη
κι έφυγαν σε μια βραδιά.

Πάλεψαν μαζί κι αντάμα
με χαρά μα και με κλάμα
βρήκαν το δικό τους τρόπο
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι
με αγώνα και με κόπο
με ιδρώτα ζευγολάτη
κι αποκτήσανε παιδιά.

Τώρα μες στον κάμπο μένει
με τον Βάλτο παντρεμένη,
τα βαρκά χωριά, δικά της,
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι,
τα καινούργια όνειρά της
και το νέο της παλάτι
τη γλυκαίνουν την καρδιά.

Ορεινή η αφεντιά της,
πεδινά είναι τα παιδιά της,
τα Τυρνιώτικα χωριά.
Ο Ασπρόβαλτος, ο γιος της,
τα όμορφα τα Μεσιακά,
Ο μικρός ο Μέλιγός της
και το Σγκάρι ή Αμμουδιά.

Ήταν κάποτε μια κόρη
όμορφη, γλυκιά κι αφράτη
κι από τα ψηλά τα όρη
βρέθηκε στο κάμπο. Νάτη!
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι,
τ' όνομά της, Κάτω Ελάτη,
κάπου εκεί στα χειμαδιά.

επικοινωνιστε μαζι μας