Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Οι καλικάντζαροι. Του Ευαγγέλου Σ. Στάθη, φιλολόγου

 

Τους καλικάντζαρους στο χωριό τους λέμε και καρκαντζάλια και παγανά. Είναι κυρίαρχοι της νύχτας και της υπαίθρου. Ζηλεύουν και εχθρεύονται τους ανθρώπους με την οικογενειακή τους ζωή, για αυτό και προσπαθούν με κάθε τρόπο να μπουν στο σπίτι να φαν, να μαγαρίσουν και να μολύνουν και τα φαγητά και τα ενδύματα. Μπαίνουν μες στα σπίτια απ’ τα παράθυρα, απ’ τους φεγγίτες και πιο εύκολα από τους μπουχαρήδες και παν και γλύφουν τα τσιανάκια και πειράζουν τις φτύνες και τις κάδες με τις λύπες και τα κοψίδια. Το πρωί οι νοικοκυρές βρίσκουν σημάδια τους (!). Όσο κρατούσαν τα καρκαντζάλια, δεν άφηναν τα μικρά παιδιά όξω. Απέφευγαν το κούρεμα, το λούσιμο, το χτένισμα, απέφευγαν τις γεωργικές δουλειές και τα νυχτέρια. Για να τα αποφύγουν τα παγανά, θυμιάτιζαν το σπίτι με τη φκυαρίτσα, στην οποία έβαζαν κάρβουνα και θυμιάμα. Αυτό γινόταν κάθε βράδυ σ’ όλο το δωδεκαήμερο. Θεωρούνται δυνάμεις του σκοταδιού και του χειμώνα και εχθροί του ήλιου και του φωτός που τα φοβούνται όπως ο διάολος τη θυμιάμα: «ξημέρωσε, ξημέρωσε, πάμε τώρα να φύγουμε, μη μας δει ο ήλιος».

Η γέννηση των Χριστουγέννων φέρνει γενικώς ένα φως στη γη και στον κόσμο όλον. Τώρα η νύχτα μικραίνει και ημέρα μεγαλώνει. Τα φώτα τα νερά αγιάζονται ενώ ο παπάς με το σταυρό στο χέρι αγιάζει τα σπίτια.

Μόλις τα καρκαντζάλια έβλεπαν τον παππά, το έβαζα στα πόδια και φεύγανε λέγοντας: «φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του! Θυμιάτζαμαν το σπίτι να φύγουν. Είχαν νουρά μεγάλη, ανύχια μεγάλα. Έριχνάμαν τη θυμιάμα στο μπουχαρή έκαιγε κι έφευγαν».

Δίπλα στο σπίτι μας, σχεδόν κολλητά στο παράθυρο, ήταν μια πολύ παλιά και μεγάλη σκαμνιά που χρειάζονταν τρεις άντρες με ανοιχτά τα χέρια τους να την αγκαλιάσουν. Είχε μια μεγάλη κουφάλα που χωρούσε και 3 και 4 παιδιά όταν έπαιζαν κρυφτό. Ε, εκεί, σ’ αυτή την κουφάλα μας έλεγε ο παππούς ο Νικολάκης ο Στάθης, ότι κατοικούσαν τα καρκαντζάλια τη μέρα και τη νύχτα έβγαιναν ένα-ένα. Τελευταίος έβγαινε ο μεγάλος καρκάντζαλος. «Αυτός έχει μια νουρά να, σαν την φουκαλίτσα και την κουνάει πέρα δώθε. Έχει μεγάλα σιδερένια, αστραφτερά και κοφτερά δόντια και απ’ τον κώλο βγάζει φωτιές, να, έτσι». Και παρίστανε πως είναι και πως κάνει ο καρκάντζαλος τόσο ζωντανά, που εμείς όλα τα Σταθάκια -δώδεκα ήμασταν όλα όλα - μας φαίνονταν ότι τα βλέπαμε έτσι, «ολόστατα τα καρκαντζάλια» και από μέσα το αίμα μας πάγωνε.

Αυτό το θυμόμαστε όλοι τώρα που μεγαλώσαμε. Για αυτό όπου τα έθιμα και τα καρκαντζάλια μπορούν να περιγράφονται και να αφηγούνται στα παιδιά, να γίνεται αυτό με προθυμία και αγάπη, ώστε να συνεχίζονται. Να μην λέμε «αυτά είναι χαζά πράγματα» ή: «Ε, ο κόσμος τότε ήταν πισωδρομικοί». Εμείς οι μεγαλύτεροι έχουμε χρέος να κάνουμε τις αφηγήσεις και τις περιγραφές για τα κακαντζάλια, ώστε οι νεότερες γενεές να μαθαίνουν, να αγαπούν και να ξαναζωντανεύουν τα πατροπαράδοτα αυτά έθιμα, που ερέθιζαν τη φαντασία παιδιών, γενεών και γενεών.

Τη λέξη καρκάντζαλος και καρκαντζάλι τη χρησιμοποιούσανε και σε άλλες φράσεις τότε, όπως: «φύγετε από δω καρκατζάλια». Το έλεγαν χαϊδευτικά για μικρά παιδιά που τους ενοχλούσαν.

- «Μα ξέρεις τι καρκάντζαλος είναι», λέγονταν κολακευτικά για κάποιον που ήταν μικροκαμωμένος μεν, αλλά δεξιοτέχνης στις δουλειές του. -«Ε, όχι και καλός, σαν καρκάντζαλος είναι», λεγόταν ειρωνικά για άντρα όχι όμορφο.

 

επικοινωνιστε μαζι μας