Ο
ουρανός του Βαλτινού, είχε βαφτεί με τα μωβ και τα μαύρα της λύπης. Η καμπάνα
χτυπούσε αργά, βαριά.
Ο
επιτάφιος στολισμένος με κρίνα, γιασεμιά και δάκρυα, αναπαυόταν σαν βασιλιάς
πληγωμένος. Δεν υπήρχε πια το στέμμα στο κεφάλι Του, μονάχα τ’ αγκάθια που
είχαν σκαφτεί στο δέρμα. Μα ακόμα και έτσι, το πρόσωπο Του έλαμπε. Μία λάμψη
αλλιώτικη, βγαλμένη όχι από τον κόσμο τούτο, αλλά από μία υπόσχεση που δεν είχε
ακόμα ειπωθεί.
Κάθε
ψυχή, βαριά από τον πόνο, φώτιζε με την πίστη.
Ένα
προσκύνημα καρδιάς που ήξερε πως μετά τη θλίψη έρχεται η Ανάσταση.
Γιατί
ο θάνατος Του, δεν ήταν τέλος. Ήταν γέφυρα. Από τη σιωπή στη λέξη. Από τον τάφο
στη ζωή.
Κι
ο επιτάφιος δεν ήταν φέρετρο. Ήταν θρόνος. Ο θρόνος της Αγάπης.