Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΜΑ



Του Ηλία Κεφάλα

Υπήρξαν φορές που ένα ποίημα όσο και να το πίεζα, όσο και να το έτεινα, δεν μου έλεγε τίποτα και, τότε, για να μη χάσω το θέμα του και την όποια οπτική του, το μετέτρεπα σε διήγημα με την ελπίδα να απελευθερωθεί και να μου μιλήσει άρτια.
Υπήρξαν ακόμα άλλες φορές πού, αντιστρόφως, κάποια διηγήματα αποδείχθηκαν φλύαρα και αναγκάστηκα να τα συμπτύξω σε ποιήματα, με την αγωνιώδη ελπίδα η πύκνωσή τους να μου προσφέρει την επιθυμητή ευγλωττία.
Στο ερώτημα αν, ξεκινώντας το γράψιμο, ξέρουμε τι τελικά θα γράψουμε, μπορούμε να θεωρήσουμε ως απάντηση την μονοκοντυλιά του Ρίτσου: "Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος"; Πιστεύω όχι, επειδή μάλλον αναφέρεται στον στόχο του κειμένου. Ο Ρέιμον Κάρβερ ξεπερνάει το δίλημμα λέγοντας: γράψε ότι θέλεις, αλλά βάλε μέσα μια υποτυπώδη πλοκή. Το λογοτέχνημα πρέπει να είναι η αφήγηση μιας ιστορίας. Και, βέβαια, με το ποίημα είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Το έχεις εκεί μπροστά σου και το κάνεις ότι θέλεις. Στο διήγημα πρέπει να στρωθείς πιο σοβαρά.
Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που έχουν υιοθετήσει μια ερμαφρόδιτη γραφή που είναι η μικτή μορφή, η συνοδοιπορία ποίησης και διηγήματος ή η υπέρβασή τους. Σ᾽ αυτήν την ανάμειξη των δύο τεχνικών και των δύο μορφών ευαισθησίας θέλω να πιστεύω ότι το μεγαλύτερο βάρος το έχει η ποίηση. Αυτή είναι που σφραγίζει το εγχείρημα και, τελικά, αυτή είναι που χαρακτηρίζει εσωτερικά την ανάπτυξη του κειμένου.

επικοινωνιστε μαζι μας