Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

«Η στιγμή που θυμήθηκες τη ζωή». (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 Ένα διήγημα για τη στιγμή που ξεχνάς τους κανόνες – και θυμάσαι τη ζωή.

Ήταν αρχές του Αυγούστου, όταν ο καύσωνας είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του. Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα τα κεραμίδια των σπιτιών και τα φύλλα στα δέντρα έμοιαζαν να ψιθυρίζουν προσευχές για μια στάλα δροσιάς. Στη μικρή μας πόλη, τα μεσημέρια αυτά είχαν μια παράξενη σιγή — σαν να κρατούσε όλος ο κόσμος την ανάσα του, περιμένοντας κάτι να σπάσει τη στασιμότητα.

Η κόρη μου, έγκυος στον ένατο μήνα στο δεύτερό της παιδί, μου τηλεφώνησε μαζί με την τρίχρονη εγγονή μου. «Να πάμε μια βόλτα κάπου που να έχει δροσιά; Ένα καφέ, λίγο παιχνίδι, να ξεσκάσουμε;»

Δεν ήθελα πολλά. Ένα βλέμμα στην Εύα, που με κοίταξε με εκείνα τα στρογγυλά, γεμάτα ζωή μάτια, και ήμουν έτοιμος.

«Πάμε στο Φρούριο», πρότεινα. «Έχει σκιά, ωραίο αναψυκτήριο. Και μια λιμνούλα — για τα μάτια μας, όχι για μπάνιο.»

Ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο, και σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν κάτω από το ιστορικό ρολόι του κάστρου των Τρικάλων, σ’ έναν από τους πιο γραφικούς και παλιούς χώρους της πόλης. Το αναψυκτήριο ήταν σχεδόν άδειο, η λιμνούλα έλαμπε στον ήλιο και τα σιντριβάνια της χόρευαν χαρούμενα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Δεν είχε πολύ βάθος — είκοσι εκατοστά το πολύ — μα ήταν αρκετό για να μαγέψει ένα παιδί.

Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι κοντά στη λιμνούλα, κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου. Η κόρη μου έγειρε στην καρέκλα, κουρασμένη μα ευτυχισμένη. Η Εύα όμως δεν κρατιόταν. Πλησίασε το νερό και με κοίταξε με βλέμμα παρακλητικό.

«Παππού, πάμε στη λιμνούλα! Να δω το σιντριβάνι από κοντά!»

Περπατήσαμε χέρι-χέρι μέχρι την εξέδρα στη μέση της λιμνούλας — μια χαμηλή τσιμεντένια κατασκευή, ασφαλής, με κάγκελα ολόγυρα. Η Εύα γύριζε γύρω-γύρω, τραγουδούσε, κουνούσε το καπέλο της στον αέρα.

Ώσπου φύσηξε ένα παιχνιδιάρικο αεράκι. Το καπέλο της πέταξε απ’ το κεφάλι και έπεσε στο νερό, λίγο πιο έξω από τα κάγκελα.

Η Εύα το κοίταξε σοβαρή, με βλέμμα που έλεγε: «Παππού, τώρα είναι η ώρα σου».

Γονάτισα. Τέντωσα το χέρι. Τίποτα. Δεν το έφτανα. Εκείνη με έδειξε με το δάχτυλο, με την αυθεντία που μόνο τα τρίχρονα κατέχουν:

«Πιάσ’ το!»

Μια παράξενη δύναμη με κυρίευσε. Μια ορμή που δεν ήταν της ηλικίας μου. Ήταν κάτι παλιό, παιδικό. Ίσως ήταν το παιδί που ήμουν εγώ κάποτε και ζήλευε λίγο τη χαρά της Εύας. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, σκαρφάλωσα στο κάγκελο και... ναι, με ρούχα και παπούτσια... έπεσα μέσα στη λιμνούλα.

Η αίσθηση; Δροσιά. Ελευθερία. Αναστάτωση. Γέλιο. Κρατούσα το καπέλο σαν τρόπαιο. Η Εύα ούρλιαζε από ενθουσιασμό.

«Θέλω κι εγώωωω!»

Κι εγώ, χωρίς δεύτερη σκέψη, την άρπαξα από τη μέση και την έβαλα κι εκείνη μέσα. Την κρατούσα σφιχτά. Γελούσε, πιτσιλούσε, φώναζε «είμαστε δελφίνια!» και χοροπηδούσε. Σταγόνες παντού. Μια σκηνή γιορτής.

Ώσπου...

Ένας κύριος — με ύφος αυστηρό, το βλέμμα του «εδώ-δεν-είναι-παιδική-χαρά» — πλησίασε.

«Κύριε, απαγορεύεται το μπάνιο! Δεν το βλέπετε; Υπάρχουν κανόνες!»

Τον κοίταξα βρεγμένος μέχρι τον αστράγαλο, με το παντελόνι κολλημένο στο σώμα. Του χαμογέλασα με ειλικρίνεια:

«Δεν κάνουμε μπάνιο. Παίζουμε.»

Δεν γέλασε. Έφυγε. Είπα μέσα μου: άντε, τον ξεφορτωθήκαμε. Συνεχίσαμε το παιχνίδι.

Όμως η πραγματικότητα — εκείνη η αδυσώπητη κυρία με τα χαρτιά της και τους νόμους της — είχε άλλα σχέδια.

Σε λίγα λεπτά, φάνηκαν δύο αστυνομικοί. Σοβαροί, ευγενικοί. Ο ένας νεαρός, ο άλλος λίγο μεγαλύτερος. Ο νεαρός κρατούσε σημειωματάριο.

«Καλησπέρα σας. Μπορείτε να βγείτε λίγο έξω, παρακαλώ;»

Βγήκα κρατώντας την Εύα στην αγκαλιά. Οι αστυνομικοί ρώτησαν ευγενικά, μα με σοβαρότητα, τι είχε συμβεί. Τους εξήγησα τα πάντα — πώς έπεσε το καπέλο, πώς μπήκα στην πισίνα, πώς θέλησα να της δώσω λίγη χαρά μέσα στη ζέστη.

Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ο ένας σημείωσε τα στοιχεία μου. Ο άλλος ρώτησε τον υπεύθυνο αν επιθυμούσε να υποβάλει μήνυση.

Μας κοίταξε για λίγο. Σιώπησε. Και μετά... ένα χαμόγελο — αχνό, μα ειλικρινές.

«Όχι, όχι. Δεν έγινε κάτι. Ήταν… μια παιδικότητα.»

Οι αστυνομικοί έφυγαν. Μου έδωσαν το σημειωματάκι τους για «παν ενδεχόμενο». Εγώ γύρισα στο τραπέζι. Η κόρη μου με κοίταξε άφωνη. Και μετά γέλασε.

«Μπαμπά… έχεις ξεφύγει τελείως!»

Της χαμογέλασα. Έριξα μια ματιά στη μικρή. Είχε ξαπλώσει στην καρέκλα και κοιτούσε τον ουρανό. Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και γεμάτα ήλιο.

Ίσως κάποτε η Εύα να μην θυμάται τα λόγια μου. Αλλά θα θυμάται εκείνη τη στιγμή. Που ο παππούς της έκανε το απίθανο — όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί ήθελε.

Γιατί μερικές φορές, για να δώσεις χαρά σ’ ένα παιδί, πρέπει να γίνεις ξανά παιδί. Να βγεις απ’ τον ρόλο σου. Να μπεις στην πισίνα με τα ρούχα. Να ξεχάσεις την ηλικία σου, τους κανόνες, τους φόβους. Να βραχείς. Να γελάσεις.

Και να χαρείς τόσο... που να σε πλησιάσει ακόμη κι ο νόμος. Και να σε συγχωρέσει.
Γιατί εκείνη τη μέρα, έστω και για λίγο, τόλμησες κάτι απλό και αληθινό: να ζήσεις.

 

 

επικοινωνιστε μαζι μας