Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΄50



Του Ηλία Κεφάλα
Με τους αλάδωτους τροχούς το κάρο γρύλιζε
Όταν οι βλοσυροί πετάχτηκαν μπροστά μας
Κι αρπάξαν το χαλινάρι της φοράδας
Να κατεβούμε φώναξαν με χέρια υψωμένα
Γιατί ήταν χρόνια του ΄50 μαύρα και πικρά
Τότε που βγαίναμε με δυσπιστία από το σπίτι
Και φόβο μήπως μας συμβεί το κάθε τί
Έτσι κι εκείνο το πρωί καθώς δεν είχε
Το βλέμμα μου χορτάσει από τους κρόκους
Που άνθιζαν λαμπροί μες στα χωράφια
Κι οι λεύκες μόνο σε παράταξη τους έσβηναν
Πέρα στο βάθος το λιλά των χωραφιών
Εκεί λοιπόν στο πόδι μας ανάκριναν
Τον άναυδο πατέρα μου κι εμένα
Τάχα ποιοί να ’μασταν και τι γυρεύαμε
Με κάρο και τσαπιά στους οργωμένους λόφους
Τέτοια προστάζανε οι τρεις συγχωριανοί
Που κάναν πως δεν γνώριζαν τους γείτονές τους
Λοιπόν ξανά περνώ και συμπληρώνω την εικόνα
Τώρα που οι τρεις τους με τα όπλα τους
Κι ο πατέρας μου με το λειψό χαμόγελο
Συγκατοικούν ειρηνικά στο χώμα
Οι κρόκοι απλώνονται σαν ανεπούλωτη πληγή
Κι οι λεύκες μια χτένα ανάποδη που ξύνει
Κι όλο χτενίζει ατέλειωτα τον ουρανό

επικοινωνιστε μαζι μας