«Τι κάθεσαι; Έλα να με κατοικήσεις», μου φώναξε ο
συνεπτυγμένος και πυκνόφυλλος δέντρινος κώνος.
«Κι εσύ, μα τι είσαι εσύ, δέντρο»; τον ρώτησα.
«Πολλά δέντρα μαζί σαν ένα», μου απάντησε. Και
συνέχισε να με προσκαλεί.
«Έλα κι εσύ να γεμίσεις τα σπλάγχνα μου, επειδή πολλές
φωλιές αηδονιών επιπολάζουν στο εσωτερικό μου, τρυποφράχτες ανοίγουν μονοπάτια
μέσα στα πυκνά φυλλώματά μου, σπουργίτια φλύαρα και μελισσουργοί μπαινοβγαίνουν
στις οπές μου, πεταλούδες αχνές διέρχονται την αύρα μου και ο άνεμος, μη
μπορώντας να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά των ψιθύρων μου με περιτριγυρίζει
συνεχώς και προσπαθεί να εκμαιεύσει τις μαρτυρίες μου».
Άρχισα να σκέφτομαι αν πρέπει κι εγώ, έστω για λίγο,
να κατοικήσω στις φωλιές του κώνου, να μάθω τη γλώσσα της πράσινης αλήθειας του
και να εναρμονιστώ με την υψιπετή χλωροφύλλη.
Στέκομαι μπροστά του και είναι σαν να προσεύχομαι σ’
αυτόν. Ώσμωση.
Του Ηλία Κεφάλα
