Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Ο Δήμος Τρικκαίων τίμησε τον Κώστα Κατσαρό για την προσφορά του στον Δήμο και την πόλη

 


Ο Κώστας Κατσαρός, τ. γενικός διευθυντής του Δήμου και επί χρόνια διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών, τιμήθηκε το απόγευμα της Πέμπτης 29 Δεκεμβρίου 2022 από τον Δήμο Τρικκαίων. Σε μια λιτή μεν, έμπλεη μηνυμάτων και μνήμης, δε, τελετή, ο Δήμαρχος Τρικκαίων Δημήτρης Παπαστεργίου απένειμε την τιμητική πλακέτα στον κ. Κατσαρό «για την 35ετή, πολύπλευρη, άοκνη και πολύτιμη συνεισφορά του στη λειτουργία του Δήμου Τρικκαίων».
Ο κ. Παπαστεργίου ανέτρεξε σε προσωπικές θύμησες από τον κ. Κατσαρό, χαρακτηρίζοντάς τον, δε, ως «δεύτερο πατέρα». Έδωσε έμφαση στην προσφορά του στα έργα του Δήμου Τρικκαίων από το 1975 και εντεύθεν, καθώς και στην παρουσία του ως γενικού διευθυντή του Δήμου (η θέση δεν υφίσταται ήδη από το 2010). Αναφέρθηκε, δε, στη βιβλιογραφική του προσφορά, με το έργο του «Εργοτεχνική Ιστορία των Τρικάλων» και στις λογοτεχνικές του ανησυχίες.
Ο κ. Κατσαρός, καθήμενος ξανά στα έδρανα του Σώματος, ανέτρεξε στην πρόσληψή του στον Δήμο Τρικκαίων στις 23 Απριλίου 1975, λίγο πριν την ορκωμοσία των πρώτων μετά τη δικτατορία εκλεγμένων δημοτικών αρχών, τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς.
Αναφέρθηκε στις επιρροές του για την κατασκευή της αίθουσας που φιλοξενεί τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Τρικκαίων, ενώ αναφέρθηκε με θερμά λόγια στην προηγηθείσα βράβευση αθλητών/τριών από το Κληροδότημα Παληχωρίδη, ως «την καλύτερη τελετή που βίωσα στο Δημαρχείο», αιτιολογώντας τη, με τη σύζευξη και συνάντηση διαφορετικών γενεών. Ακολούθως και ο ίδιος αναφέρθηκε στο βιβλίο του, με την υπόμνηση της πορείας του Δήμου Τρικκαίων.
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο Κώστας Κρεμμύδας τον χαρακτήρισε ως «θρύλο», ο Γιώργος Καΐκης ως «τον ευγενή κύριο Κώστα», ενώ παρέμβαση έκανε ο αντιδήμαρχος Τάκης Παζαΐτης και η νυν διευθύντρια της Τεχνικής Υπηρεσίας κ. Θεοδώρα Σαργιώτη.



Από το γραφείο Τύπου

 

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

ΕΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΑΛΤΙΝΟΥ

 


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

ΜΕ ΥΓΕΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

«Η Μαμή κι οι Καλικάντζαροι» Παιδικές μνήμες

 


Του Θανάση Ζαμπακά

 

Εν Βαλτινώ, τη Παραμονή Χριστουγέννων κάποιας χρονιάς τη δεκαετία του ΄60.

Αφού κάναμε μπάνιο στο σκαφίδι εγώ και η αδερφή μου, φορέσαμε τα φτωχικά μας, αλλά καθαρά ρούχα και το βραδάκι της παραμονής μαζευτήκαμε γύρω από το τζάκι για να ζεσταθούμε. Η μάνα, μας έφτιαξε και μας έδωσε, για βραδινό, ζεστό χαμομήλι με φρέσκο ζυμωτό ψωμί στη γάστρα, καθώς νηστεύαμε και την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε στην εκκλησία για να μεταλάβουμε.

-«Άντε καθίστε φρόνημα και η γιαγιά θα σας πει ένα παραμύθι», μας είπε.

Εμείς μαζευτήκαμε στο κρεβάτι και κουρνιάσαμε κάτω από την φλοκάτη.

Η γιαγιά έφτιαξε για λίγο τη φωτιά με τη μάσια, πήρε το ξύλινο σκαμνάκι, έκατσε κι άρχισε να μας διηγείται το παραμύθι.

-«Μια φορά κι ένα καιρό, τέτοιες μέρες Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στον πάνω κόσμο κι έκαναν διάφορες ζαβολιές, πείραζαν τον κόσμο, έκαναν ζημιές, και βρόμιζαν τον τόπο. Ένα βράδυ λοιπόν, που η γυναίκα του Τραγοπόδη αρχικαλικάντζαρου, η Πικασόμπρα,  ήταν έγκυος, την έπιασαν οι πόνοι και ήταν έτοιμη να γεννήσει».

-«Αχ τι θα κάνουμε τώρα, νυχτιάτικα, που θα βρούμε μαμή να ξεγεννήσει;» αναφώνησε ανήσυχος ο καλικάντζαρος.

-«Ξέρω εγώ μια μαμή στο άλλο χωριό», πετάγεται και λέει ο παγανός Τρικλοπόδης.

-«Τρεχάτε να την φέρετε γρήγορα εδώ», διέταξε ο αρχικαλικάντζαρος.

Οι καλικάντζαροι έγιναν αέρας και έφτασαν στο σπίτι της μαμής, στο άλλο χωριό, και άρχιζαν να φωνάζουν.

-«Ε μαμή, Ε μαμηηή βγες έξω».

 

Που να βγει έξω η μαμή.

-«Αυτοί όλο ζαβολιές και ζημιές κάνουν, που να μπλέκουμε τώρα», είπε σιγανά στον άντρα της.

-«Βγες έξω είναι ανάγκη να ξεγεννήσεις την καλικαντζαρού» ακούστηκε πάλι μια φωνή από τους καλικάντζαρους.

Τι να κάνει κι η μαμή, άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα και είδε ένα τσούρμο από καλικαντζαραίους.

-«Έλα γρήγορα να ξεγεννήσεις την καλικαντζαρού και θα σε χρυσώσει ο αρχηγός μας», είπε ένας καλικάντζαρος.

-«Πώς να ρθώ με ένα γόνα χιόνι έξω;» είπε η μαμή.

-«Θα ζέψουμε το κάρο» είπαν οι καλικάντζαροι.

-«Μπά, φοβάται το άλογο τη νύχτα…», είπε ο άντρας της μαμής, αλλά χωρίς να προλάβει να αποσώσει την κουβέντα του, οι καλικάντζαροι είχαν ζευτεί οι ίδιοι στο κάρο και περίμεναν την μαμή.

Έτσι λοιπόν, ανέβασαν την μαμή στο κάρο και τράβηξαν για το σπίτι του αρχικαλικάτζαρου.

-«Καλώς την κυρά μαμή», είπε ο τραγοπόδης, «έλα κι αν με βγάλεις αρσενικό παιδί θα σε γεμίσω με χρυσάφι και καλούδια, αν όμως με βγάλεις θηλυκό, αλλοίμονό σου!»

Βλέπετε, ο έρμος ο Παγανός, όλο κορίτσια έκανε.

Μπαίνει λοιπόν η μαμή στο διπλανό δωμάτιο και ξεγέννησε την καλικαντζαρού.

Έλα όμως, που το παιδί ήταν πάλι κορίτσι!

-«Αχ, τι κάνουμε τώρα;» συλλογίστηκε η μαμή.

Όμως η καλικαντζαρού, η Πικασόμπρα, που ήταν καλόψυχη, αναγνώρισε τη βοήθεια της μαμής, και της είπε:

-«Φτιάξε με το κερί ένα «τσουτσούνι» και φέρτο να το κολλήσουμε στα σκέλια του παιδιού για να ξεγελάσουμε τον Τραγοπόδη, μέχρι να το καταλάβει θα έχετε επιστρέψει στο σπίτι σας».

Έτσι και έγινε. Βγαίνει μετά η μαμή από το δωμάτιο και φωνάζει:

-«Αγόρι, αγόρι, να σας ζήσει!»

Τρέχει, ο Τραγοπόδης, μέσα στο δωμάτιο, κοιτάζει καλά το παιδί, βλέπει το τσουτσούνι και λέει:

-«Μπράβο κυρά μαμή, μ’ έβγαλες αρσενικό!»

Φόρτωσε μετά το κάρο της κυρά μαμής, με λίρες και καλούδια και είπε στους καλικάντζαρους να την πάνε στο σπίτι της.


Τα παγανά ζεύτηκαν πάλι στο κάρο και κίνησαν για το σπίτι της κυρά μαμής. Στο δρόμο άρχισαν τρικούβερτο, γλέντι, χόρευαν, χοροπηδούσαν, έκαναν σφούρλες και τραγουδούσαν:

«Το ζιοζιό, το ζιοζιό - Γιούργια, φούργια, γιούργια, φούργια - Πατ κιουτ τσιφ τσαφ».

Την άλλη μέρα, στο σπίτι του τραγοπόδη, την ώρα που αλλάζανε πάνες στο μωρό, έπεσε το τσουτσούνι και ο αρχικαλικάντζαρος είδε το παιδί που ήταν θηλυκό και κατάλαβε την κατεργαριά της μαμής. Θύμωσε τόσο πολύ ο Τραγοπόδης και αγριεμένος φώναξε και διέταξε τους καλικαντζαραίους:

-«Να πάτε στο σπίτι της μαμής να το γκρεμίσετε και να φέρετε πίσω τις λίρες και όλα τα καλούδια».

Η μαμή με τον άντρα της έδεσαν το σκύλο στο κοτέτσι, κλειδαμπάρωσαν τις πόρτες, έκλεισαν και τα κανάτια (πατζούρια), έκαιγαν τα γουρνοτσάρουχα, που η μυρωδιά τους διώχνει τους καλικάντζαρους, κι έριχναν συνέχεια ξύλα και θυμίαμα στο τζάκι.

Ε, ρε και σαν έφτασαν οι καλικάντζαροι, και τι δεν έκαναν για να μπουν μέσα στο σπίτι της κυρά μαμής.  Περπατούσαν στα κεραμίδια, κατουρούσαν από πάνω, έριχναν χιόνι στην καμινάδα για να σβήσουν τη φωτιά…

-«Κλείσε και την κλειδαρότρυπα», είπε στον άντρα της η μαμή, «γιατί ο Ψιλοβελώνης και ο Τρίχας περνάνε από τις κλειδαριές και τις χαραμάδες».

Όλη τη νύχτα βαρούσαν χτυπούσαν, έκαναν ζημιές, αλλά μόλις ξημέρωσε έφυγαν, γιατί οι καλικάντζαροι κυκλοφορούν μόνο την νύχτα.

Και όσο μας τα έλεγε αυτά η γιαγιά, όλο και τρυπώναμε κάτω από τη φλοκάτη εμείς.

-«Κι άμα έμπαιναν μέσα οι καλικάτζαροι, τι έπρεπε να κάνατε για να τους διώξετε γιαγιά; λέγαμε κυριευμένοι από το φόβο εμείς.

-«Α, τους δίναμε το κόσκινο να μετρήσουν τις τρύπες και μέχρι να τις μετρήσουν, γιατί λάθευαν κιόλας, ξημέρωνε κι έφευγαν χωρίς να μας πειράξουν. Τα Φώτα έφευγαν κυνηγημένοι από τον παπά μέχρι να γυρίσουν του χρόνου, και φωνάζανε: «Φεύγετε να φεύγουμε, έρχεται ο παπάς με την βρεχτούρα και την αγιαστούρα».

-«Και μετά και μετά» ανυπομονούσαμε εμείς.

-«Μετά πέρασα κι εγώ από εκεί, πήρα παπούτσια από χαρτί, έπιασε βροχή κι έλειωσαν κι αυτά. Άντε τώρα κοιμηθείτε γιατί αύριο θα πάμε στην εκκλησία πρωί-πρωί».

Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε πρωί –πρωί από τις φωνές της γιαγιάς.

«Βγάτει βγάτει όξου να ιδείτε χιόνι!»

Πεταχτήκαμε έξω κι αρχίσαμε να παίζουμε με το χιόνι. Ο πατέρας μου άνοιγε δρόμο μ’ ένα φτυάρι από την αυλή μας μέχρι τον δρόμο.

-«Άντε τώρα μπείτε μέσα γρήγορα», είπε η γιαγιά, «πρέπει να πάμε πρώτοι στην εκκλησία», (καθότι ήταν καντηλανάφτισσα για χρόνια στην εκκλησία).

Ντυθήκαμε, γρήγορα φορέσαμε και τις γαλότσες μας πήραμε και ένα τσιολάκι επάνω μας, να μας προφυλάσσει από το χιόνι, βάλαμε από κάτω και τα ξαδέρφια μας τη Βάσω και τον Στέλιο και μπροστά η γιαγιά, πίσω εμείς κινήσαμε το δρόμο για την εκκλησία.

Εγώ παρατηρούσα δίπλα από τον ντορό που άνοιγε η γιαγιά, κάτι μικρές πατημασιές.

-«Ε γιαγιά, τι είναι αυτές οι πατημασιές;» φώναξα.

-«Ξέρω γω, μπορεί να είναι κι από τα καρκατζάλια», είπε η γιαγιά.

Μας έπιασε ένας φόβος, φτερά έβγαλαν τα πόδια μας…, ούτε που καταλάβαμε πότε φτάσαμε στην εκκλησία.

Εκεί ακούσαμε το «Χριστός γεννάται», «Η παρθένος σήμερον» και λίγο πριν το τέλος της λειτουργίας μεταλάβαμε.

Τελειώνοντας η λειτουργία ο παπα-Χρήστος έβγαλε κήρυγμα και μεταξύ άλλων στο τέλος είπε: «Να βγάλετε από μέσα σας τους καλικάντζαρους και να αγαπήσετε αλλήλους. Χρόνια πολλά!»

Πήραμε το αντίδωρο από του παπά το χέρι και κινήσαμε για το σπίτι.

Εγώ στο δρόμο κοίταζα από δίπλα τις πατημασιές και έλεγα με το μυαλό μου: «λες να…, μπα, όχι.» Κι όλο κοίταζα γύρω…

Άντε λοιπόν να βγάλουμε όλοι μας τους καλικάντζαρους από την καρδιά μας και να βασιλεύει η αγάπη και η Ειρήνη στον κόσμο.

Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα και του χρόνου!


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Καλές γιορτές και καλά Χριστούγεννα

 Μ’ ένα Χριστουγεννιάτικο τραγούδι από «Τα Αγαπημένα παιδικά τραγούδια - Τα Χριστουγεννιάτικα», που Τραγουδούν ο Παναγιώτης Ζαχαρόπουλος και η Μαρία Ζήση, ευχόμαστε σε όλους και σε όλες, καλές γιορτές και καλά Χριστούγεννα.


 

Ποιο να ’ναι τούτο το παιδί

που οι άγγελοι τραγουδούνε

την ώρα που οι καλοί βοσκοί

για χάρη ξενυχτούνε

 

Είναι ο Χριστός

της Παναγιάς το Θείο βρέφος

Φέρτε να υψώσουμε

λατρείας ύμνους σ’ αυτό.

 

Σαν τα λουλούδια που ανθούν

Μες στου χειμώνα την καρδιά

Κάνε θεέ μου τις ψυχές

που έχουν τα παιδιά.

 

Μαύρες μες στην παγωνιά

Γερές στα κρύα του χιονιά

Λαμπρές σαν νερό πηγής

Χρυσή ελπίδα της γης

 

Σε φάτνη μέσα φτωχική

Μια νύχτα μάγια θάμπη

Ποιο να ’ναι τούτο το παιδί

Που φως κι αγάπη λάμπει.

 

Είναι ο Χριστός

της Παναγιάς το Θείο βρέφος

Φέρτε να υψώσουμε

λατρείας ύμνους σ’ αυτό.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Οι τοιχογραφίες στην πόλη των Τρικάλων

 

Μια εντυπωσιακή τοιχογραφία μεγάλης κλίμακας φιλοτεχνήθηκε, στη δύση του 2022, στη πόλη των Τρικάλων, στην αρχή της οδού Καποδιστρίου, απέναντι από το Μουσείο «Τσιτσάνη», αλλάζοντας το μονότονο γκρίζο και βάζοντας χρώμα στη ζωή μας. Η τοιχογραφία παραπέμπει με συμβολισμό στα Τρίκαλα του σήμερα και του αύριο, μέσα από το περίγραμμα ενός παιδιού, που μοιάζει με το άγαλμα του Νικολάκη της κεντρικής πλατείας.

Την πρωτοβουλία είχε η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Τρικκαίων, την ευθύνη της δημιουργίας ο Καλλιτεχνικός διευθυντής της project manager  Αλέξανδρος Κισκίνης και τη σχεδίαση του graffiti έκανε ο Γιάννης Ερμίδης.

Η τοιχογραφία αυτή, αποτελεί την αφετηρία εκκίνησης παρεμβάσεων και σε άλλους ανάλογους τοίχους της πόλης,  σε συνεργασία του Δήμου Τρικκαίων με γνωστούς καλλιτέχνες από την Ελλάδα. Στόχος είναι το επόμενο διάστημα να επεκταθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα και διαφορετικά σημεία του αστικού ιστού.

Στη πόλη των Τρικάλων έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια και άλλες τοιχογραφίες που άλλαξαν την όψη των γκρίζων και μουντών τοίχων, αποκτώντας χρώμα και υπόσταση και ομορφαίνοντας τον περιβάλλοντα χώρο, όπως:

Η τοιχογραφία της πλατείας Ειρήνης στα Μανάβικα, η οποία έχει γίνει πόλος έλξης και τουριστική ατραξιόν για τους επισκέπτες των Τρικάλων.

Το έργο πραγματοποιήθηκε το 2005 με αφορμή την αισθητική ανάπλαση όψεων των κτιρίων, πάνω στο πρότυπο της πόλης της Λυών, όπου καλαίσθητες ζωγραφιές αντικατέστησαν μια σειρά από παλιούς και φθαρμένους τοίχους.

Δημιουργήθηκε από Γάλλους ζωγράφους της εταιρείας Cite de la Creation, που ήρθαν από την Λυών, στο πλαίσιο του διακρατικού προγράμματος «Ολοκληρωμένες παρεμβάσεις αστικής ανάπτυξης σε τοπικές ζώνες μικρής κλίμακας στον Άγιο Οικουμένιο Τρικάλων».

Στο θέμα της αποδίδει με ρεαλιστικό τρόπο την αναπαράσταση της καθημερινότητας της πόλης στο χθες. Εικόνες από τα μπαλκόνια των σπιτιών, η ταβέρνα και το μουσικό της πρόγραμμα, οι τραγουδοποιοί στα μπαλκόνια, η λαϊκή αγορά με τις νοικοκυρές να κάνουν τα ψώνια τους, τα παιδιά ανέμελα στο παιχνίδι της γειτονιάς.

Η κοπέλα που ατενίζει τον Ληθαίο

Μπορεί ο καλλιτέχνης να μην έδωσε όνομα στο έργο του όμως κοιτώντας το κάποιος φαντάζεται ότι η κοπέλα που απεικονίζεται στην εικαστική παρέμβαση ατενίζει το Ληθαίο κι ονειροπολεί…

Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 2021 σε τοίχο πολυκατοικίας επί της οδού Αμαλίας, από Αθηναίο «καλλιτέχνη» για λογαριασμό γνωστής εταιρίας εμπορικού προϊόντος (τσίχλας).

Και βέβαια, οι παλαιότεροι θα θυμούνται την πρωτοπόρο για την πόλη τοιχογραφία, που υπήρχε στον τοίχο της οικοδομή του καταστήματος «Μπλουγούρα».


Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα ( Με τη γλώσσα του τόπου μας)

 

Α; Τι εθίματα είχαμαν; ‘Ελα πιο σ’μα να σι πω…

Τότε ο κόσμος κράταγε όλη τ’ Σαρακοστή, οι περισσότεροι σέβονταν τη Σαρακοστή, προτού απ’ τα Χριστούγεννα, το Σαραντάημερο.

Εμάς η μάνα μ’ μάς νήστευε όλη τη Σαρακοστή, για σαράντα μέρες, τότε που ’μασταν παιδιά. Έκαναμαν το σταυρό μας στου φαΐ, κι μπροστά και πίσου. Του βράδυ μας έβαναν οι γονέοι μας κι έκαναμαν προσευχή προτού κοιμηθούμε. Εγώ και τώρα κάνω το σταυρό μ’ και κοιμάμαι.

Τα Χριστούγεννα τα περίμενάμαν εμείς τα παιδιά επί το πλείστον για να φάμε. Χριστούγεννα και Πάσχα έτρωγε τότε, κρέας ου κόσμους.

Παραμονή τα Χριστούγεννα έσφαζάμαν του γ’ρούνι και συμμαζώνονταν τρεις τέσσερις για να βοηθήσουν, να γδάρουν και να πάρουν του γουρ’νοτόμαρο, για να φκιάσουν παπούτσια. Γουρνουτσάρχα τα λέγαμι. Τά ‘φκιαναμαν μαναχοί μας αυτά τα παπούτσια, μ’ αυτό το γουρνοπέτσι.

Του γ’ρούνι δεν το κράταγε όλου ο νοικοκύρης, έδωνε και σ’ αυ’τνούς απ’ δεν είχαν, γειτόνους, συγγενείς…».

 «Ξέρ’ς τι φτώχεια πέρασ’ εδώ;

Το γελαδ’νό το κρέας δεν τό τρωγάμαν εμείς, δεν ήμασταν μαθ’μένοι.

Α, το γ’ρούνι τό τρωγάμαν. Ένα τη χρονιά. Κι όχι όλοι, όποιος είχε τον τρόπο. Μοναχά τα Χριστούγεννα έτρωγάμαν γ’ρουνίσιο κρέας.

Είχαμαν κοπάδι, γιδοπρόβατα, αλλά δεν τά σφαζάμαν για να τα φάμε. Τά ’χαμαν για έχος ή τα πούλαγάμαν στο χασάπη να πάρουμε λεφτά, ν’ αγοράσουμε κάνα παντελόνι, κάνα παπούτσι…


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Η σοφία μιας γενιάς που έζησε πολλά

 

Καθώς κυλάει ο χρόνος, αποχαιρετάμε τους τελευταίους μιας γενιάς που φεύγει. Είναι οι παππούδες και πατέρες που έζησαν στο πετσί τους τις πιο ταραγμένες περιόδους της Ιστορίας μας, τον πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία. Είχαν πολλές ιστορίες να μας πουν, οι οποίες έμοιαζαν ενίοτε με εφιαλτικό παραμύθι. Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία από ποια πλευρά τα έζησαν, το πέρασμα του χρόνου τούς είχε κάνει να διηγούνται δύσκολες καταστάσεις με μεγάλη ψυχραιμία, αποστασιοποιημένα. Κάποια από τα παιδιά μας ήταν αρκετά τυχερά να ακούσουν αυτές τις ιστορίες από πρώτο χέρι και να τους ζήσουν αρκετά, ώστε να τους αγγίξουν όσα εκείνοι βίωσαν.

Επειδή είχαν ζήσει τη χώρα να πλησιάζει πολλές φορές κοντά στην άβυσσο, τους ένωνε η αγωνία για το πού μπορεί να οδηγήσει τον τόπο ο κακός μας εαυτός. Η Ιστορία δεν ήταν ένα βιβλίο ή ένα μάθημα γι’ αυτούς. Ήταν μια πολύ ζωντανή εμπειρία, που τους έμαθε πολλά. Τους τρόμαζαν το εμφύλιο μίσος και τα πολιτικά πάθη όταν ξέφευγαν. Ήξεραν καλά πού μπορούν να καταλήξουν.

Κάποιοι ταλαιπωρήθηκαν πολύ. Κάποιοι ξανάχτισαν τη χώρα από τα ερείπια του Εμφυλίου με πολλή δουλειά και κόπο. Οι περισσότεροι είχαν πολύ αυξημένη αίσθηση καθήκοντος και μέτρου, απέφευγαν την επίδειξη και έκαναν καλά τη δουλειά τους.

Είχα την τύχη να μεγαλώσω και κατόπιν να γνωρίσω αρκετούς σημαντικούς, ανώνυμους και γνωστούς, ανθρώπους από αυτήν τη γενιά που γεννήθηκε πριν από τον Πόλεμο. Με εντυπωσίαζε πάντοτε το πώς μπορεί να είχαν ξεκινήσει από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες, αλλά στο τέλος είχαν κοινές αγωνίες και απόψεις. Όταν τους έλεγα ότι «ζήλευα» που είχαν ζήσει τόσο κοσμοϊστορικά γεγονότα, μου απαντούσαν: «Πρόσεχε τι επιθυμείς, καλά είμαστε τώρα». Ένας από αυτούς μου απάντησε με τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη: «Παλιέ μου φίλε συλλογίσου, σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις, ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει, μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους, ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους», θέλοντας ίσως να μου υπενθυμίσει ότι δεν ήταν μια γενιά που δεν έκανε λάθη και δεν άφησε αμαρτίες, απλά έζησε και έδωσε πολλά. Όταν περνάγαμε δύσκολα τα τελευταία χρόνια, ήταν ένα κάποιο αποκούμπι να ξέρεις πάντως ότι μπορείς να πας να τους δεις και να ζητήσεις τη γνώμη τους. Και συγκρατώ πάντα μια στιγμή απότομης «ενηλικίωσης», όταν σε μια στιγμή που όλα έμοιαζαν πολύ σκοτεινά, επισκέφθηκα έναν έμπειρο και σοφό άνθρωπο αυτής της ιστορικής γενιάς και τον ρώτησα: «Και τώρα τι κάνουμε;». «Δεν ξέρω, παιδί μου», μου απάντησε, «ήλθε η σειρά σας»…

 

Του Αλέξη Παπαχελά

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

ΑΠΟ ΠΟΥ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΧΤΩ;

 

Πρώτα χρόνια της άνδρωσης.

Προσπαθώ να στρέψω τα νώτα μου στον παγερό άνεμο, αλλά δεν είναι αυτός από τον οποίο θέλω να προφυλαχτώ. Τη φτώχεια έχω στο μυαλό μου που με πολιορκεί από κάθε γωνιά και με κατακυριεύει και μια αδιόρατη φωνή, μέσα βαθιά μου, που με παρακινεί να φύγω, ν’ αλλάξω τόπο, ν’ αλλάξω ζωή. Στερημένα νεανικά χρόνια, αλλά που παραδόξως τα νοσταλγώ για τη φλόγα που σιγόκαιγε μέσα τους και για τις ελπίδες που φτεροκοπούσαν κι ας ήξερα πως δεν θα ευοδωθούν.

Πάμφτωχος και ο περίγυρος, έμψυχος και μη.

Τ’ αδυσώπητα νερά των βροχών μας περικύκλωναν, τότε, από παντού και χώνονταν βιαίως μέσα στα σπίτια μας. Πολλές φορές για να πας από το ένα σπίτι στο άλλο ήθελες βάρκα. Παρόμοια φαινόμενα περιγράφει ο Ζήσης Σκάρος στο διήγημά του «Στο βάλτο για παπιά», όπου διεκτραγωδεί την καθημερινή ζωή στα πλημμυρισμένα καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα καμποχώρια της Καρδίτσας. Τι καιροί, τι ασχήμιες, αλλά και τι άγρια ομορφιά μέσα σε ένα τοπικό κοινωνικό κλίμα που (μας) φάνταζε απολύτως φυσιολογικό.

Πώς λιμνάζει καμιά φορά ο νους, χωρίς ούτε ένα κύμα να ταράσσει τις σκέψεις του… Το τέλμα της μη αντίδρασης. 

Του Ηλία Κεφάλα

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Ο συνειρμός μιας φωτογραφίας

 

Κοιτάζοντας την παραπάνω φωτογραφία ο νους πηγαίνει κατευθείαν, παραπεμπτικά και συνειρμικά, στον οικείο μας χώρο του δάσους της Παναγίας!

Θα μπορούσε να είναι μια μαγευτική εικόνα από τον χώρο του δάσους της Παναγίας Βαλτινού, δυστυχώς όμως δεν είναι.

Αν και ο χώρος του δάσους της Παναγίας έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο μνημείο της φύσης, θα του άξιζε να γίνουν κάποιες αισθητικές παρεμβάσεις, ήπιας χρήσης οργάνωσης υπαίθριας αναψυχής, όμως μέχρι τώρα δεν έχει γίνει τίποτα...

Καμιά φορά, για να κάνεις έναν χώρο λειτουργικά άνετο και αισθητικά όμορφο, το κόστος είναι μηδαμινό. Χρειάζεται όμως η ιδέα εκείνη, που μπορεί να σου δώσει το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα χωρίς μεγάλο κόστος. Και βέβαια η βούληση να πραγματοποιήσεις τα απολύτως αναγκαία έργα προστασίας, διαχείρισης, διατήρησης και ανάδειξης του δάσους. 

Ειδάλλως τι νόημα έχει ο χαρακτηρισμός «διατηρητέο μνημείο της φύσης»;

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Ο μύθος του Πυγμαλίωνα: Όταν ο καλλιτέχνης ερωτεύεται το έργο τέχνης του

 

Αναμφίβολα, ένας μύθος σχετιζόμενος με την τέχνη και την αγάπη, είναι ο μύθος του Πυγμαλίωνα. Αυτός ο μύθος είναι αρκετά διαφορετικός από αυτούς που μας έχουν συνηθίσει οι αρχαίοι Έλληνες, με ένα βαθύτερο και διαχρονικό μήνυμα πίσω από την όλη αφήγηση. Πρόκειται για την ιστορία του βασιλιά της Κύπρου Πυγμαλίωνα, ο οποίος ερωτεύθηκε ένα γυναικείο άγαλμα, το όποιο έφτιαξε προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης. Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος είναι αυτός που αναφέρει την ιστορία του Πυγμαλίωνα στο έργο του Μεταμορφώσεις, βιβλίο Χ.

Πιο συγκεκριμένα, όλα ξεκινάνε από τη στιγμή που ο Πυγμαλίων ονειρεύεται μια γυναικεία μορφή, πιστεύοντας ότι είναι η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, που του στέλνει μήνυμα να φτιάξει ένα άγαλμα προς τιμήν της. Την επόμενη μέρα ακριβώς, αποφασίζει να φτιάξει ένα έργο, έχοντας ως έμπνευση αυτό το όνειρο. Δεν διστάζει, λοιπόν, να ξεκινήσει τις προετοιμασίες για τη δημιουργία της μορφής που ονειρεύτηκε. Επί μήνες, πάσχιζε να μετατρέψει το κομμάτι μαρμάρου, που διέθετε, στη γυναικεία μορφή που είχε ονειρευτεί, αγγίζοντας την τελειότητα. Όταν τέλειωσε το έργο, ένιωθε εμφανώς εντυπωσιασμένος από τη μαρμάρινη γυναίκα με τις τέλειες αναλογίες, φτάνοντας στο σημείο να πάθει εμμονή με το αριστούργημά του και να ερωτευθεί το έργο τέχνης, που δημιούργησε με τα ίδια του τα χέρια. Το όνομα που προσέδωσε σε αυτό το άψογο γυναικείο άγαλμα είναι «Γαλάτεια».

Η θεά Αφροδίτη,  παρακολουθώντας τον Πυγμαλίωνα, συγκινήθηκε με αυτή του την προτροπή και, γενικότερα, με την αφοσίωση που έδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς του να δημιουργήσει ένα άγαλμα προς τιμήν της και εμφανίστηκε μπροστά στον γλύπτη. Βλέποντας τη λατρεία και την εμμονή του Πυγμαλίωνα για το γυναίκειο αυτό δημιούργημα, αποφάσισε να ακούσει την παράκλησή του και να ζωντανέψει το άγαλμα. Δηλαδή, θα λέγαμε ότι κυριολεκτικά έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Αυτό που είχε δημιουργήσει με τα ίδια του τα χέρια επρόκειτο να πάρει σάρκα και οστά. Έτσι, το έργο τέχνης του μεταμορφώθηκε στην ιδανική γυναίκα γι’ αυτόν, ζωντανή μπροστά στα μάτια του.

Σαφέστατα για τον Κύπριο γλύπτη, η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του έφτασε επιτέλους και ο ίδιος στέκεται να αντικρίζει με δέος τη γυναίκα των ονείρων του. Σχεδιάζει να ζήσουν μαζί για το υπόλοιπο της ζωής τους κι, έτσι, της ζητάει να παντρευτούν. Παρόλα αυτά, η ίδια το μόνο που κάνει είναι να ξανακοιτάξει τον δημιουργό που έχει απέναντί της και με ένα υπεροπτικό ύφος να του απαντήσει: «Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι σκέφτομαι και πώς είμαι. Ειλικρινά πιστεύεις ότι κάποια σαν και εμένα θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάποιον σαν και εσένα;». Αυτά ήταν τα λόγια που προκάλεσαν τον μεγαλύτερο πόνο στον Πυγμαλίωνα.

Είναι εμφανές ότι, όπως ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε τον εαυτό του, έτσι και ο πρωταγωνιστής μας ερωτεύτηκε το έργο τέχνης που δημιούργησε, το άγαλμα εκείνο που αντικατόπτριζε τις τέλειες αναλογίες που θα έπρεπε να έχει μια γυναίκα. Παράλληλα, είναι εμφανής και η διαχρονικότητα αυτής της ιστορίας. Πίσω από την αφήγηση του αρχαίου ελληνικού μύθου κρύβεται ένα κοινωνικό μήνυμα, άμεσα σχετιζόμενο με τη σημερινή εποχή. Οι άνθρωποι, κατά κύρια ομολογία, επιλέγουν να δίνουν στους άλλους ανθρώπους μορφές που εκείνοι θέλουν, οι οποίες πολλές φορές δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Ο καθένας πλάθει στο μυαλό του την εικόνα που αυτός θέλει για τον απέναντί του, καταλήγοντας να έχει παγιδευτεί μέσα στην ίδια του την πλάνη.

Έτσι και ο πρωταγωνιστής του μύθου, ο Πυγμαλίων, έδωσε στο δημιούργημά του τα χαρακτηριστικά εκείνα που ο ίδιος ήθελε. Αφού είδε το όνειρο, προσπάθησε με όλα τα μέσα που διέθετε να δημιουργήσει την τέλεια, σύμφωνα πάντα με εκείνον, γυναίκα, εκείνη που επιθυμούσε. Αυτό που δεν υπολόγισε είναι ότι το ολοκληρωμένο έργο τέχνης του θα αποκτούσε τη δικιά του προσωπικότητα και τη δικιά του άποψη από τη στιγμή που η θεά Αφροδίτη θα του έδινε πνοή ζωής. Θα συμπεριφερόταν σαν άνθρωπος και θα εξέφραζε την άποψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, το γυναικείο ζωντανό, πλέον, άγαλμα συνειδητοποίησε ότι η τελειότητά της δεν συνάδει με τη μετριότητα του γλύπτη που είχε απέναντί του και για αυτό είπε τα συγκεκριμένα λόγια, απορρίπτοντας με αυτόν τον τρόπο τον δημιουργό της.

Της Εμιλένας Πούπα

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

Η μοίρα των ανθρώπων είναι φτιαγμένη από ευτυχισμένες στιγμές, όλων η ζωή τις έχει, αλλά όχι από ευτυχισμένες εποχές

 


Η ευτυχία είναι εύθραυστη και φευγαλέα, επειδή μπορεί να τη ζήσει κανείς μόνο σε ορισμένες στιγμές. Αν μπορούσαμε να την απολαμβάνουμε αδιάκοπα, θα  έχανε όλη την αξία της, αφού μπορούμε να την αντιληφθούμε μονάχα ως αντίθεση. Έπειτα από μια εβδομάδα με συννεφιά, η ηλιόλουστη μέρα μας φαίνεται σαν θαύμα της Δημιουργίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, αισθανόμαστε τη χαρά πιο λαμπερή όταν βγαίνουμε από το πηγάδι της θλίψης. Τα δυο συναισθήματα αλληλοσυμπληρώνονται και χρειάζονται το ένα το άλλο, γιατί ούτε η μελαγχολία είναι αιώνια ούτε θα μπορούσαμε να υποφέρουμε εκατό χρόνια ευτυχία.

Ένας από τους παράγοντες του στρες της σύγχρονης κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό: το να πιστεύουμε ότι έχουμε την υποχρέωση να είμαστε ευτυχισμένοι πάντα και παντού. Η άρνηση της θλίψης προκαλεί τη διάδοση της κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών και των θεραπειών, όπως και τη σπατάλη σε πράγματα που δε χρειαζόμαστε. Μοιάζει σαν να πρέπει να νιώθουμε ντροπή αν δεν έχουμε ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μας.

Αντίθετα προς αυτή την ψευδή και παιδαριώδη οπτική γωνία, ο Νίτσε μας υπενθυμίζει πως η ευτυχία δίνεται μόνο σε αναλαμπές, κι όταν εμείς προσπαθούμε να τη διαιωνίσουμε καταστρέφουμε ακόμα και τις στιγμές αυτές, που μας βοηθούν να προχωράμε στον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της ζωής.

Από το βιβλίο του Άλλαν Πέρσυ: «Νίτσε: 99 Μαθήματα Καθημερινής Φιλοσοφίας»

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Αυγατίσαμε!!!

 

Χθες το βράδυ στα Τρίκαλα ακούστηκε ένα κλάμα μωρού, σαν αυτά τα κλάματα που φέρνουν χαρά και ευτυχία στα σπίτια όλων των ανθρώπων.

Το κλάμα της εγγονής μου, το συνόδευε και το ευχετήριο τραγούδι των μοιρών:

«Ω! περιστέρα ολόλευκη

πιο άσπρη κι απ’ το χιόνι,

κάθε που βγαίνει η ανατολή

ήλιος να σε χρυσώνει!».

 

Δημήτρης Τσιγάρας

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Τα όμορφα κορίτσια…

 

Με ένα κείμενο της Ειρήνης Ιωαννίδου που φέρει τον τίτλο «Τα όμορφα κορίτσια» συνοδεύεται η συλλογή των σκίτσων μικρών όμορφων κοριτσιών που παρουσιάζονται παρακάτω.

«Τα όμορφα κορίτσια…

Τα κορίτσια δεν λένε ποτέ την αλήθεια, κυρίως τα όμορφα. Φοράνε αϊλάινερ, κάνουν κοψίματα στα ζυγωματικά, μια ηλιοφάνεια είναι θεμιτή, ν’ αστράφτουν οι κυνόδοντες όταν ορέγονται το δέρμα. Σαρκώνονται την ηδονή γεννώντας, και καβαλάνε άτια σε αγρούς με κρίνα και οπιούχες παπαρούνες. Γίνονται ερωμένες όχι του ποιητή αλλά της γοητείας τους. Λογχίζουν το πλευρό του το πρωί που είναι ευάλωτο το φύλο, θρηνούν με μάτια γλαφυρά και ευανάγνωστα και θρέφονται με την ευδαιμονία του τις νύχτες. Μετά από χρόνια, με κομμένα τα μαλλιά, για να λυθούν τα μάγια, πηδάνε κάτι φωτιές καλοκαιριού -που αρπάξανε ξερόκλαδα- και κύματα που σκάνε σε βράχο ιερό στην γη της Πάτμου. Με το αλάτι γυμνές μέχρι την μέση, μέδουσα και γοργόνα μαζί τις λες. Τα όμορφα κορίτσια δεν έχουν στόμα όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνή και κάτι χέρια που θέλουν να κλαδέψουν αγκαλιές».



Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Τους κατέγραψε τυχαία ο φακός και αποθησαύρισε την ικμάδα τους. Μέρος 2

 

Συνεχίζοντας από την προηγούμενη ανάρτηση, το ημερολόγιο μιας περιήγησης στο παρελθόν της καταγωγής μας, του παλιού Βαλτινού, εκθέτουμε και άλλες σκηνές από την καθημερινή ζωή, και τον χώρο της εργασίας.

Ξεθωριασμένες φιγούρες, που πάλευαν για το μεροκάματο, συναντήθηκαν με τον φακό και μας αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο  τις ιστορίες τους χαρίζοντάς μας την εικόνα, την ικμάδα τους και την γήινη υγρασία τους!






Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

ΝΥΧΤΕΣ

 

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου

η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,

και θα μπορέσεις ύστερα να πας

σε κάνα θέατρο ή κέντρο ή όπου αλλού.

Όμως όταν τελειώσουν όλα

τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,

και πουν οι φίλοι καληνύχτα,

και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;

Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη

σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,

Θα ‘σαι μονάχος.

Και τότες θα λογαριαστείτε.

Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.

Θα ‘σαι μονάχος

κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,

κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.

Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.

Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.

Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.


Του Κώστα Μόντη

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

Δυο φωτογραφίες στο ίδιο σημείο με διαφορά μισόν αιώνα

 

Το Ζάππειο είναι ένας υπέροχος χώρος περιπάτου. Οι κήποι του και οι λοιποί χώροι του, καταλαμβάνουν μια έκταση περίπου 80 στρεμμάτων. Το υπέροχο αυτό σύμπλεγμα βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και από κτίσεώς του αποτέλεσε προβεβλημένο χώρο εκδηλώσεων της πόλης και αγαπημένο σημείο αναφοράς και περιπάτου για τους Αθηναίους και όχι μόνο.

Μισόν αιώνα πριν είχα την τύχη να κάνω κι εγώ έναν περίπατο στους χώρους του Ζαππείου και να φωτογραφηθώ με κάποιους συγγενείς μου.

Στηθήκαμε λοιπόν σε ένα σημείο του χώρου κι απαθανατίσαμε τη βόλτα μας.

Έτσι προέκυψε η ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία, στο πίσω μέρος της οποίας αναγράφονται τα ονόματα των εικονιζόμενων και η ημερομηνία λήψεως, (9 -4-1967), διασώζοντας ένα κομμάτι μνήμης από την παιδική μου ηλικία.

Με συγκινούσε πάντα ο απόηχος ενός ονειρεμένου παλιού περίπατου. Είχε τέτοια ποίηση αυτός ο περίπατος, με κατάλοιπα και ίχνη από μισοξεχασμένες ιστορίες και σκιές ανθρώπων, που πολλές φορές τον αναβίωνα μέσα μου. 

Πέρασε μισός αιώνας και επιχείρησα ξανά έναν περίπατο, στον ίδιο χώρο. Βρέθηκα εκεί, στην ίδια διαδρομή, με λιγοστούς διαβάτες. Ξαναέκανα τον περίπατο και προσπαθούσα να αναμοχλεύσω ψήγματα από την παιδική μου μνήμη. Να θυμηθώ στιγμές, μυρουδιές, γεύσεις, ήχους, χρώματα και εικόνες από εκείνον τον ονειρεμένο περίπατο. Πήγα και φωτογραφήθηκα πάλι, ακριβώς στο ίδιο σημείο, εκεί πλάι στη προτομή του Στέφανου Δραγούμη.

Όπως φανερώνει η σκηνογραφία των δύο φωτογραφιών, πίσω και αριστερά μας στέκει η μαρμάρινη μορφή του Στέφανου Δραγούμη, δεξιά φιγουράρει ο κορμός ενός πεύκου, που μας σκιάζει μαζί με τα άλλα δέντρα του κήπου και στο κάτω μέρος, διακρίνεται το παρτέρι που οριοθετεί την πρασιά με το δρόμο.

Βλέποντας και συγκρίνοντας τις δύο φωτογραφίες, συνειδητοποίησα, πώς η Αθήνα μέσα σε μισόν αιώνα έχει αλλάξει άρδην την εικόνα της, στο αστικό περιβάλλον, όμως ο χώρος του Ζαππείου, όπου τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες έμεινε ίδιος κι απαράλλαχτος.

Ίδιος κι απαράλλαχτος ο πεύκος, στέκει εκεί να ομορφαίνει τον χώρο και να σκιάζει τους περιπατητές. Μαρμάρινος και ψυχρός ο Στέφανος Δραγούμης, στη λευκή σιγαλιά του, στέκει σαν κενοτάφιο να ατενίζει τη χώρα. Το έργο της προτομής του ανήκει στη γλύπτρια Ναταλία Μελά, δισέγγονη του Στέφανου Δραγούμη και εγγονή του Παύλου Μελά. Ο Στέφανος Δραγούμης ήταν πατέρας του Ίωνα Δραγούμη και πεθερός του Παύλου Μελά. Διατέλεσε πρωθυπουργός και υπήρξε ένας από τους εναργέστερους δημιουργούς του Μακεδονικού Αγώνα.

Κοίταξα την προτομή για μια τελευταία φορά με ένα φως θλιμμένης ποίησης και απομακρύνθηκα. Ενώ είχα δει τόσα αγάλματα εκεί γύρω, αυτό εδώ ένοιωσα να μου ψιθυρίζει στα χείλη ένα σιγανό τραγούδι:

«Χθες στο Ζάππειο μονάχος κατηφόρισα

και σε σκέψεις βυθισμένος μελαγχόλησα.

Κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε

και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε.

 

Του είπα για μισόν αιώνα, πως τα πέρασα

για το άτεγκτο του χρόνου και πως γέρασα.

Για ταξίδια, για λιμάνια του εξιστόρησα

και του μίλησα για εκείνα που δεν γνώρισα.

 

Κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα

που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα.

Με το άγαλμα στο δρόμο προχωρήσαμε

μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε.»


Δημήτρης Τσιγάρας

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΤΗΣ ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ (Το αριστούργημα της δημοτικής ποίησης)

 

Ο Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντίνος
μια μέρα θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση,
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατειά τη ρούγα.
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβαις.
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη,
κ' είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι,
και 'ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι,
καλλιά λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι.
Κινάει να πάη 'ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος.
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη,
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε 'ς το κρεβάτι.
"Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα και το κεφάλι.
Μάννα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι.
-Γιε μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι,
μα συ κορίτσι ναγαπάς κ' εκείνη δεν το ξέρει.
-Μάννα, την κόρη που είδα γω, άλλος να μη την πάρη.
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες
να παν να κάμουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω."
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει τον άρχοντα Φωκά, στέλνει το Νικηφόρο,
στέλνει τον Πετροτράχηλο, που τρέμει η γης κι' ο κόσμος.
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε.
-Ανοίξετε 'ς τους άρχοντες, 'ς τους μητροπολιτάδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
για να καθίσουν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φέρτε Μονεβασιά κρασί, να πιουν οι αντρειωμένοι."
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
και την ευρίσκουν κ' έπλεγε τ' ολόχρυσο γάϊτάνι.
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φάτε και πιέτε, γέροντες, κ' εγώ 'ς τον ορισμό σας.
-Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες είμαστε κ' ήρθαμε να σου πούμε,
ο Κωσταντής μας έστειλε, τόμορφο παλληκάρι,
αν είναι θέλημα θεού, γυναίκα να σε πάρη."
Σαν τ' άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια.
"Για πήτε του του Κωσταντή, του μοσκαναθρεμμένου,
δε θέλω τον, δεν χρήζω τον, δεν καταδέχομαί τον.
Σαν έρθη η μάννα μ' απ' τη γης κι' ο κύρης μ' απ' τον άδη,
τα δυο μ' αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με τ' άργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κ' εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι' άντρα,
και πάλι ναί, και πάλι όχι, και πάλι σα μου δόξη."
Σάν ήκουσαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
τους κακοφάνηκε πολύ κ' έσκυψαν το κεφάλι.
Κι' αυτή τότε τους έδωκε τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
"Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο."
Εκίνησαν κ' επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι,
κι' ο Κωσταντής καρτέρειγε 'ς την αργυρή του πόρτα.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια.
-Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια.
Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε.
Σαν έρθη η μάννα τς απ' τη γης κι' ο κύρης απ' τον άδη,
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με ταργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή, μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κι' αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι' άντρα,
και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι σαν της δόξη."
Ό Κωσταντής σαν τ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε,
και ζήτησε και τόδωκαν τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια.
Ωσάν τον είδε κ' έρχονταν της μάγισσας η κόρη,
"Μάννα μ', ο νιος οπ' έρχεται του κάμπου καβαλλάρης,
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη,
'παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα,
κι' ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος.
-'Σ τα μάγια γω γεννήθηκα, 'ς τα μάγια θα πεθάνω,
κ' εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις;"
"Καλή σου μέρα, μάγισσα με την καλή σου κόρη.
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης,
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά μου;
-"Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά σου.
-Εγώ χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
εγώ χω την πλεξίδα της, τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
-Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου,
και κάθου και καρτερεί την να ρθή 'ς την αγκαλιά σου."
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα.
Το να ρήξε 'ς το τρίστρατο, να πάψουν οι διαβάταις,
τάλλο ρήξε 'ς τον ποταμό, να πάψουν τα ποτάμια,
το τρίτο ρήξ' 'ς τη λυγερή, να ρθή γυρεύοντας σε."
Το νά ρηξε 'ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις,
τάλλό ρηξε 'ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια,
το τρίτο το φαρμακερό 'ς της λυγερής τς αγκάλαις.
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε, ως το είδε δαιμονίστη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου, μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πά' να προσκυνήσω.
-Κυρά ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα του πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δεν την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θέ μου, κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε, να χαλαστούν τα μάγια."
Άστραψε και μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τα μάγια.
Ο Κωσταντής ολονυχτίς καρτέρειγε 'ς το σπίτι,
κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα το μαύρο του σελλώνει.
"Ανάθεμα σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!
-Σαν είν' η κόρη καθαρή, τα μάγια τί σου φταίνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, και ντύσου 'ς τα γυναίκεια,
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι,
και πες: Είμ' η ξαδέρφη σου από τον "Άη Δονάτο,
όπου πλουμί δεν ήξερα, κ' ήρθα πλουμί να μάθω."
Ξουρίστηκε 'ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια,
κ' εχτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
οπού πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω.
-Καλώς ήρθ' η ξαδέρφη μου, μα γώ δε σε γνωρίζω,
και πούθεν είν' ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας;
-Αλάργα είν' ο τόπος μου κι' από κοντά η γενιά μας,
κ' εμείς εξεμακρύναμε κ' εχάθηκε η γενιά μας,
κ' εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης.
-Μετά χαράς, ξαδέλφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι' ό,τι θέλει ο νους σου."
Σάν άρχισε και νύχτωνε, πήρε να σκοτεινιάση,
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη.
"Ενύχτωσε κ' έβράδιασε, πήρε να σκοτεινιάση,
πάν τα θηριά 'ς τοις κοίταις τους, ταηδόνια 'ς τοις φωλιαίς τους,
κ' εγώ το ξένο κ' έρημο απόψε που να μείνω;
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις σκλάβαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις σκλάβαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις δούλαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις δούλαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις ντάνταις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις ντάνταις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις βάγιαις!
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις βάγιαις!
-Μην πλήσσης αξαδέρφη μου, και μένομε τα δυο μας.
Ανάψτε, βάγιαις, τα κηριά, μουνούχοι, τοις λαμπάδες,
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου.
Βάλετε στρώμα ναργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλετε τα παπλώματα, τα υφάναν Ανεράδες
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κύραις,
και στρώστε πάτους βασιλκό, και πάτους μαντζουράνα,
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα."
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα σαν τάγρια πουλάκια.
Σαν έφεξε, ξημέρωσε, σαν ήρθε η άλλη η νύχτα,
"Μάννα, άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου,
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου, θε νά ρθη η μαυρομάτα.
Ολίγος ύπνος μ' έπιασε και πάω για να πλαγιάσω,
κι' όντας θε νά ρθη η νύφη σου, να ρθής να με ξυπνήσης.
-Σύρε, παιδί μου, πλάγιασε κ' εγώ θα καρτερέσω,
κι' όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω."
Κ' εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε,
μόν' έκλεισε την πόρτα της κ' έλυσε τα θεριά της,
κ' έβαλε ομπρός 'ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη.
Επλάγιασε η Λιογέννητη 'ς τη αργυρή της κλίνη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου, μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πάω να προσκυνήσω.
-Κυρά, ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα τους πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!"
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δε την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μερημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θε μου κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια."
Δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια.
Κι' αρχίνησε κ' εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα.
"Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω.
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' έβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω."
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιέ νερό της γούρνας μου, κ' υστέρα να σ' ανοίξω.
Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
κ' έπιε της γούρνας το νερό κ' έσκασε σαν το ψάρι.
Κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει.
"Μάννα, δεν ήρθε η νύφη σου, δεν ήρθε η μαυρομάτα;
-Γιε μου, δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα."
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής, σαν άνοιξε την πόρτα,
σαν είδε τη Λιογέννητη 'ς το δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει.
Σαν ήθελες, μαννούλα μου, νά χης και γιο και νύφη,
όντας σού πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη."
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' αργυρό φηκάρι,
'ς τον ουρανό το πέταξε, μέσ' 'ς την καρδιά του πάει.


επικοινωνιστε μαζι μας