Σε
κάθε χωριό υπάρχει μια μορφή που γίνεται θρύλος, όχι γιατί το επιδιώκει, αλλά
γιατί κουβαλά στο βλέμμα, στη φωνή και στις πράξεις του όλη την τραχύτητα και
την αυθεντικότητα του τόπου. Ένας τέτοιος ήταν και ο Βάιος Σταμούλης.
Ψηλός,
γεροδεμένος, με βροντερή φωνή που σκέπαζε κάθε άλλον ήχο στο καφενείο, ήταν από
εκείνους που όταν έμπαιναν σ’ έναν χώρο δεν χρειάζονταν συστάσεις. Δεν τον
έλεγαν «ο κύριος Βάιος», ούτε καν «ο Βάιος ο Σταμούλης». Ήταν απλώς ο ΒΑΪΟΣ - το μικρό του όνομα αρκούσε,
γιατί κουβαλούσε μαζί του ιστορία, φήμη, φόβο και σεβασμό.
Στο
τραπέζι του καφενείου, ήταν βασιλιάς. Με τα χαρτιά στο χέρι και το βλέμμα
κοφτερό, ήξερε να κερδίζει - όχι πάντα την παρτίδα, αλλά πάντα τον σεβασμό. Δεν
ήταν λίγοι εκείνοι που έλεγαν πως μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις σου πριν
παίξεις το φύλλο σου. Ήξερε τη σιωπή, μα ήξερε και την έκρηξη. Οξύθυμος, καμιά
φορά σαν καταιγίδα, μπλεκόταν σε καυγάδες, αλλά ποτέ χωρίς λόγο. Σαν να ζύγιζε
πρώτα το δίκιο, κι ύστερα έπαιρνε φωτιά.
Στα
νιάτα του, ο Βάιος έπαιζε ποδόσφαιρο. Όχι απλώς με πάθος, αλλά με ψυχή. Ήταν απ’
αυτούς που έπεφταν πρώτοι στην μπάλα και τελευταίοι στην ήττα. Κι αν καμιά φορά
το παιχνίδι γίνονταν πεδίο μάχης, δεν ήταν γιατί ήθελε να κάνει κακό - ήταν
γιατί δεν ήξερε να υποχωρεί. Ούτε στη ζωή, ούτε στο γήπεδο.
Ο
Βάιος ήταν ένας άνθρωπος σύμβολο - της παλιάς γενιάς, εκείνης που ζούσε σκληρά
αλλά ντόμπρα, που μιλούσε με τα μάτια και όχι με περιστροφές. Ήταν το άγρυπνο
βλέμμα στο καφενείο, το δυνατό χέρι στον ώμο, ο λόγος που μετρούσε.
Σήμερα,
ίσως κάποιοι τον θυμούνται με χαμόγελο, άλλοι με δέος. Μα όλοι συμφωνούν: ο Βάιος
δεν ήταν απλώς κάποιος που πέρασε από το χωριό. Ήταν κομμάτι του. Ένας θόρυβος
στην ησυχία, μια παρουσία που δεν ξεχνιέται. Ένας αληθινός χαρακτήρας, από
εκείνους που δεν φτιάχνονται πια.