Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Η ποιήτρια Γεωργία Κολοβελώνη στις «Εικοσιέξ Ποιητικές Ταξιανθίες»

 

Η συγχωριανή μας ποιήτρια Γεωργία Κολοβελώνη συμμετέχει με καινούργια ποιήματά της στον συλλογικό ποιητικό τόμο «Εικοσιέξ Ποιητικές Ταξιανθίες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκίδα. Η έκδοση αυτή αποτελεί έναν καλαίσθητο και ουσιαστικό σταθμό στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο, φέρνοντας κοντά τις φωνές είκοσι έξι εκλεκτών ποιητριών της εποχής μας.

Η Γεωργία Κολοβελώνη, με τη χαρακτηριστική της ευαισθησία και την πυκνή, στοχαστική της γραφή, προσφέρει νέα ποιήματα που εμβαθύνουν στο υπαρξιακό και το προσωπικό, αγγίζοντας με διαύγεια και ποιητική δύναμη τα σημεία εκείνα όπου η γλώσσα συναντά το βίωμα. Η παρουσία της στον τόμο ενισχύει τη συλλογική ποιότητα της έκδοσης και αναδεικνύει τη διαρκή ανανέωση του γυναικείου ποιητικού λόγου στην Ελλάδα.

Την επιμέλεια και τη φροντίδα της έκδοσης είχε ο Κώστας Θ. Ριζάκης, ο οποίος, ως ερανιστής, συνέλεξε και ενοποίησε τις ποικίλες ποιητικές φωνές με ευαισθησία και γνώση. Η κριτική ματιά της Ισιδώρας Μάλαμα φώτισε βαθύτερα τις ποιητικές διαδρομές, ενώ η εικαστική επιμέλεια της Φωτεινής Χαμιδιελή προσέδωσε ένα ξεχωριστό αισθητικό πλαίσιο, που συνομιλεί αρμονικά με το περιεχόμενο του βιβλίου.

Η ανθολογία,«Εικοσιέξ Ποιητικές Ταξιανθίες», είναι ένα ποιητικό γεγονός που τιμά τον λόγο των γυναικών και εμπλουτίζει την ελληνική λογοτεχνική σκηνή.



Μνήμη σε ασπρόμαυρο

 


Στην αυλή της εκκλησίας, του Αγίου Αθανασίου Βαλτινού, 

ένα απόγευμα της άνοιξης που δεν υπάρχει πια,

επτά κοπέλες ποζάρουν στον φακό –

τέσσερις όρθιες, τρεις καθιστές,

σαν νότες σε παρτιτούρα παλιάς ζωής,

σαν άνθη σε στεφάνι που υφαίνει ο χρόνος με σιωπή.

 

Τα φορέματά τους, καθαρά και φροντισμένα,

μιλούν για την δεκαετία του ΄60, για μία εποχή

που η κομψότητα δεν ήταν μόδα, μα στάση ψυχής.

Καρό φούστες σε πλισέ σχέδιο, πλεκτές ζακέτες,

ματιές που ακροβατούν ανάμεσα στην ντροπή και στη λαχτάρα.

 

Πίσω τους, δεξιά, το παλιό ξυλουργείο του Βερβέρα –

ένα ταπεινό σημάδι ανθρώπινης δημιουργίας,

ξύλα, ροκανίδια, μυρωδιές από ρετσίνι και μόχθο.

Και μπροστά, το χορτάρι – μαλακό τρυφερό,

σαν η φύση να τους κράτησε θέση στην καρδιά της.

 

Είναι λένε, 2 Μαΐου. Πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου.

Η μέρα μεγάλη, το φως καθαρό, οι καμπάνες θα πρέπει να ηχούσαν ακόμα,

μα στη φωτογραφία επικρατεί σιωπή –

εκείνη η βαθιά, ποιητική σιωπή του παρελθόντος

που κουρνιάζει σε κάθε ασπρόμαυρο βλέμμα.

 

Μα τι κοιτάζουν; Ποιον περιμένουν; Ή μήπως ποθούν

να μείνουν εκεί για πάντα, ανάμεσα σε ανθισμένες αμυγδαλιές

και στην αίσθηση πως όλα ήταν τότε αθώα και σπουδαία;

Η φωτογραφία δεν απαντά –

 μα ο χρόνος υποκλίνεται μπροστά τους.

 

Γιατί το φως του Μάη, το ξύλο του ξυλουργείου,

τα καλά ρούχα, η νεότητα που δεν γνωρίζει το πέρασμα

όλα τους έγιναν μνήμη –

κι η μνήμη όταν ντύνεται σε ασπρόμαυρο,

μυρίζει λιβάνι και αγιόκλημα.


επικοινωνιστε μαζι μας