Στην αυλή της εκκλησίας, του Αγίου Αθανασίου Βαλτινού,
ένα απόγευμα της άνοιξης που
δεν υπάρχει πια,
επτά
κοπέλες ποζάρουν στον φακό –
τέσσερις
όρθιες, τρεις καθιστές,
σαν
νότες σε παρτιτούρα παλιάς ζωής,
σαν
άνθη σε στεφάνι που υφαίνει ο χρόνος με σιωπή.
Τα
φορέματά τους, καθαρά και φροντισμένα,
μιλούν
για την δεκαετία του ΄60, για μία εποχή
που
η κομψότητα δεν ήταν μόδα, μα στάση ψυχής.
Καρό
φούστες σε πλισέ σχέδιο, πλεκτές ζακέτες,
ματιές
που ακροβατούν ανάμεσα στην ντροπή και στη λαχτάρα.
Πίσω
τους, δεξιά, το παλιό ξυλουργείο του Βερβέρα –
ένα
ταπεινό σημάδι ανθρώπινης δημιουργίας,
ξύλα,
ροκανίδια, μυρωδιές από ρετσίνι και μόχθο.
Και
μπροστά, το χορτάρι – μαλακό τρυφερό,
σαν
η φύση να τους κράτησε θέση στην καρδιά της.
Είναι
λένε, 2 Μαΐου. Πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου.
Η
μέρα μεγάλη, το φως καθαρό, οι καμπάνες θα πρέπει να ηχούσαν ακόμα,
μα
στη φωτογραφία επικρατεί σιωπή –
εκείνη
η βαθιά, ποιητική σιωπή του παρελθόντος
που
κουρνιάζει σε κάθε ασπρόμαυρο βλέμμα.
Μα
τι κοιτάζουν; Ποιον περιμένουν; Ή μήπως ποθούν
να
μείνουν εκεί για πάντα, ανάμεσα σε ανθισμένες αμυγδαλιές
και
στην αίσθηση πως όλα ήταν τότε αθώα και σπουδαία;
Η
φωτογραφία δεν απαντά –
μα ο χρόνος υποκλίνεται μπροστά τους.
Γιατί
το φως του Μάη, το ξύλο του ξυλουργείου,
τα
καλά ρούχα, η νεότητα που δεν γνωρίζει το πέρασμα
όλα
τους έγιναν μνήμη –
κι
η μνήμη όταν ντύνεται σε ασπρόμαυρο,
μυρίζει
λιβάνι και αγιόκλημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου