Μια μεγάλη αγκαλιά από λουλούδια που μοσχομύριζαν, άσπρα και ροζ πεντάφυλλα, γέμισαν την καρδιά μας φως, χαρά κι ελπίδα. Σαν όνειρο , σαν οπτασία μια νεράιδα με κατάξανθα μακριά μαλλιά μας προσπέρασε τρέχοντας . Ποια ήταν, πως; Το κατάλευκο φόρεμά της γεμάτο μικρά μικρά ανθάκια. Κι όλος ο τόπος μοσχομύρισε …
Να ΄ταν η Άνοιξη που βιαζόταν να έρθει; Μα δεν ήταν δυνατόν, έκανε κρύο πολύ, ακόμα Χειμώνας ήταν. Και τότε άστραψε το μυαλό, φωτίστηκε.
Η
Αμυγδαλιά ήταν, ντυμένη νύφη που έτρεχε να συναντήσει τον αγαπημένο της,
τον Βοριά. Θυμήθηκα όλη την ιστορία… Μας την είχε πει η δασκάλα μας στο
σχολείο. Ποιος ξέρει, έτσι μου φάνηκε, μια ομορφιά στη μέση του χειμώνα, στη
μέση του κάμπου, μόνη, έρημη και πενταστόλιστη.