Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

«Το βλέμμα του Θεοφάνη»

 

Η φωτογραφία αναδύει μια στιγμή της μεταπολεμικής Ελλάδας, εκεί στη δεκαετία του ’50, όταν η ζωή προσπαθούσε να ξαναβρεί ρυθμό. Ο Θεοφάνης με τον γαμπρό του, τον Ευάγγελο, βαδίζουν στην πλατεία των Τρικάλων με βήμα σταθερό, σαν να θέλουν να δηλώσουν ότι η νεότητα ξέρει να ανοίγει δρόμους ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες. Τα σακάκια τους, λίγο φαρδιά, δείχνουν την ένδυση της εποχής∙ φτωχικά ίσως σε σχέση με τα σημερινά μέτρα, αλλά με μια αξιοπρέπεια που φανερώνει τη φροντίδα τους να παρουσιαστούν σωστά στην πόλη.

Πίσω τους, το σκηνικό της παλιάς εμπορικής ζωής: επιγραφές με υφάσματα και είδη ένδυσης, σκιές από δέντρα και μαγαζιά που δεν υπάρχουν πια. Εκεί που σήμερα δεσπόζει το κατάστημα «Μπλουγούρα», τότε ήταν μικρές επιχειρήσεις, γεμάτες με υφάσματα, κουμπιά και μυρωδιές της καθημερινότητας. Μάλλον ήταν Δευτέρα, μέρα παζαριού∙ η πόλη γέμιζε από φωνές, πάγκους και κόσμο που κατέβαινε από τα γύρω χωριά. Έτσι κι εκείνοι, από το Βαλτινό, για ψώνια και ίσως για να ρίξουν μια ματιά στον παλμό της πόλης.

Στην εικόνα, ωστόσο, ένα μικρό μυστήριο μένει να αιωρείται: το σκούρο πανί στο πέτο του Θεοφάνη. Ίσως πράγματι να ήταν σημάδι πένθους – μια συνήθεια που κρατούσε τότε, όταν οι άνθρωποι δήλωναν τον πόνο τους και δημόσια. Ίσως πάλι να ήταν μια απλή λεπτομέρεια του ντυσίματός του. Μα αν ήταν πένθος, τότε η φωτογραφία αποκτά άλλη διάσταση: το βήμα του νέου, που πατά γερά στο παρόν, ενώ κουβαλά τη μνήμη μιας απουσίας.

Η φωτογραφία, έτσι, γίνεται μαρτυρία όχι μόνο μιας βόλτας δύο νέων στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων, αλλά και μιας εποχής που ήξερε να ισορροπεί ανάμεσα στη χαρά της ζωής και στη σκιά του χαμού. Στα πρόσωπά τους διακρίνεται η αυτοπεποίθηση της νεότητας, και στο φόντο η ζωντάνια μιας πόλης που άλλαξε, μα κρατά ακόμη μέσα της εκείνες τις μνήμες.


Βαλτσινιώτικο παραμύθι «Ο Κόκορας που δεν Λαλούσε»

 

Κάποτε, στο Βαλτινό όταν οι νύχτες κρατούσαν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, και οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει τι θα πει αυγή, ζούσε ένας κόκορας που είχε το πιο δυνατό λάλημα. Κάθε αυγή, πριν ακόμα σκάσει το πρώτο φως, ανέβαινε στον φράχτη και φώναζε δυνατά, λες κι ήθελε να ξυπνήσει όχι μόνο τους χωριανούς, αλλά και τον ίδιο τον ήλιο.

Όμως οι άνθρωποι του χωριού δεν τον χαιρόντουσαν όλοι. Μερικοί έλεγαν:
— Μας χαλάει τον ύπνο!
Άλλοι μουρμούριζαν:
— Μας ταράζει στη σιωπή, δεν θέλουμε φωνές…

Κι έτσι μια μέρα ο αφέντης του, πιεσμένος απ’ τους γείτονες, έσφαξε τον κόκορα. Το χωριό βυθίστηκε στη σιωπή. Το ξημέρωμα ήρθε, μα κανείς δεν το άκουσε∙ κι όσοι ξυπνούσαν, νόμιζαν πως ήταν ακόμα νύχτα.

Πέρασαν μέρες κι οι άνθρωποι έγιναν νωθροί. Άρχισαν να μπερδεύουν τις ώρες, να δουλεύουν όποτε να ’ναι, να χάνονται στη ραθυμία. Μα πιο πολύ απ’ όλα, έπαψαν να ρωτούν, να μαθαίνουν, να ξυπνούν μέσα τους.

Τότε ένας γέρος σοφός, που δεν φοβόταν πια τίποτα, είπε φωναχτά στην πλατεία:

«Να ξέρετε, χωριανοί μου, πως σε κάθε τόπο υπάρχουν τριών λογιών ζωντανά: εκείνα που κοιμούνται, εκείνα που ξυπνούν – και εκείνα που ξυπνούν τους άλλους. Τα πρώτα ζουν, τα δεύτερα παλεύουν, μα τα τρίτα πληρώνουν.»

Κι από τότε, όσοι φοβήθηκαν, έκαναν τις κότες.

Μα λένε πως βαθιά μέσα στα κοτέτσια, ένα μικρό κοτοπουλάκι κρατούσε στη μνήμη του το λάλημα που δεν πρόλαβε να μάθει. Και κάθε τόσο, σαν να δοκίμαζε τη φωνή του, έβγαζε έναν αδύναμο, μικρό ήχο.

Ίσως κάποτε δυναμώσει.
Ίσως κάποτε ακουστεί.
Ίσως τότε οι άνθρωποι να είναι έτοιμοι.
Ίσως τότε να έχει ξημερώσει στ’ αλήθεια.


επικοινωνιστε μαζι μας