Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Ο τραγικός έρωτας του επιστάτη και της αρχοντοπούλας

 Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα

Στα πρώτα χρόνια της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος της θεσσαλικής γης είχε ήδη περάσει από τους Οθωμανούς σε ελληνικά χέρια. Πολλοί Τούρκοι ιδιοκτήτες, αν και γνώριζαν ότι η συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε την πλήρη προστασία του γαιοκτητικού συστήματος, είχαν φροντίσει να πουλήσουν τα τσιφλίκια τους, όσο όσο, σε πλούσιους Έλληνες της διασποράς και να μεταναστεύσουν. Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι που ζούσαν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και της Αιγύπτου, όπου είχαν τις έδρες των επιχειρήσεών τους, άδραξαν την ευκαιρία και αγόρασαν εύφορες γέες, σε τιμή ευκαιρίας. Μαζί με τα τσιφλίκια «αγόραζαν» και τους κολίγους, καθώς και τους επιστάτες με τους άλλους υποτακτικούς των Μπέηδων.

Ο Στέφανος Κασιμής, ένας από τους ισχυρότερους κεφαλαιούχους της περιοχής των Τρικάλων, ήταν γόνος της επιφανέστατης οικογένειας του άρχοντα «Κυρίου» Κωνσταντίνου Κασιμή, που δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στην Κωνσταντινούπολη. Είχε έρθει στα Τρίκαλα επί τουρκοκρατίας και είχε επιφανή θέση, καθώς για πολλά χρόνια ήταν δικαστής (αζάς) στο εμποροδικείο Τρικάλων. Είχε τιμηθεί δε, από τον Βασιλιά της Ελλάδας, με τον σταυρό του «Σωτήρος».

Παντρεύτηκε με μια αρχοντοπούλα, την Καλλιόπη από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και έκαναν δύο παιδιά, τον Βασίλη και την Ευτέρπη. Το αρχοντικό της οικογένειας βρίσκονταν στη συνοικία Βαρούσι της πόλης των Τρικάλων.

Ο Άρχοντας Στέφανος Κασιμής λοιπόν, αγόρασε το τσιφλίκι της περιοχής του Βαλτινού και τεσσάρων παρακείμενων χωριών. Στην κτηματική του περιφέρεια εκτός από την σιτοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία, εκμεταλλεύονταν δασικές εκτάσεις, λιβάδια και υδάτινους πόρους. Με την συνδιαχείριση του γιού του Βασίλη, ενός φερέλπιδος νέου, με όραμα και ενεργητικότητα, οι προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά τους ήταν ευοίωνες.  

Το τσιφλίκι εκτείνονταν σε μια περιοχή με ειδυλλιακή ομορφιά, πλούσια βλάστηση και γόνιμο έδαφος, που ποτίζονταν και καλλιεργούνταν με τον ιδρώτα και το αίμα των κολίγων. Το πρωί με την ανατολή του ήλιου ανθοβολούσε μια φύση ευδαίμων, που έδινε την αίσθηση της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Κι όταν ο ήλιος έδυε πίσω από τον Κόζιακα παρουσίαζε τέτοιες συνθέσεις και αποχρώσεις, που έδινε την αίσθηση μιας γλυκιάς μελαγχολίας. Όμως τίποτα δεν μπορούσε να φωτίσει το χάος της ανθρώπινης ψυχής, που είναι γεμάτο από σύννεφα, τα οποία αλλάζουν σχήματα και μορφές, ανάλογα με τον άνεμο που φυσά.

Ο επιστάτης Θοδωρής Γκρέκας ήταν ένας από τους πιο καλούς και έμπιστους επιστάτες που εργάζονταν στο τσιφλίκι, του Βαλτινού. Έχαιρε την εκτίμηση και την συμπάθεια  της αρχοντικής οικογένειας. Όμως η μοίρα τον είχε σημαδέψει κατάστηθα, όταν πριν από κάμποσο καιρό η γυναίκα του Ελένη είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του παιδιού τους. Ευτυχώς όμως το παιδί έζησε και μεγάλωνε τώρα με τη γιαγιά του τη Στεγιάνω.

Ο Θοδωρής ήταν ένας ψηλός, έξυπνος, δυνατός και γοητευτικός άντρας με ξανθά μακριά μαλλιά και γυμνασμένο κορμί. Συνήθως οπλοφορούσε για λόγους ασφαλείας. Καβάλα στο φαρί του, επόπτευε και επιστατούσε το τσιφλίκι, των τεσσάρων χωριών του κάμπου, προσπαθώντας να κάνει την δουλειά του έντιμα και όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν υπεύθυνος στον έλεγχο της παραγωγής και συμμετείχε στην επιτροπή διαφορών, μεταξύ των κολίγων και της διοίκησης του τσιφλικιού. Ήταν συγκαταβατικός με τους κολίγους και προσπαθούσε να λύνει τις διαφορές πριν να φτάνουν στον ειρηνοδίκη του Βαλτινού. Πολλές φορές συνόδευε τον άρχοντα Κασιμή στα κτήματά του και εξυπηρετούσε τις διάφορες ανάγκες της αρχοντικής οικογένειας, η οποία διέθετε και δύο εξοχικές κατοικίες, μία στην Τύρνα και μία στο Βαλτινό. Άλλες φορές συνόδευε τα παιδιά του, Βασίλη και Ευτέρπη στις εξορμήσεις τους, πότε στο κυνήγι μέσα στη δασώδη περιοχή του λόγκου και πότε στις θερινές διακοπές τους, στην ορεινή Τύρνα. Αυτή η συχνή επαφή, έφερε πιο κοντά τον Θοδωρή με την Ευτέρπη και χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν μπλεγμένοι στα δίχτυα του έρωτα.

Η θυγατέρα του άρχοντα Κασιμή, η Ευτέρπη ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, που έκανε πολλές καρδιές να σκιρτούν στην περιοχή των Τρικάλων. Είχε μια ομορφιά σαν αυτές, που δεν ξέρεις αν είναι ευλογία ή κατάρα! Άρεζε και γοήτευε πολλά αρχοντόπουλα, και πολλοί ήταν εκείνοι που έλεγαν πως, αν ζούσε ο Πραξιτέλης ή ο Φειδίας, η Ευτέρπη θα τους χρησίμευε ως πρότυπο γυναίκας για να ποζάρει, ώστε να φιλοτεχνήσουν μια Αφροδίτη. Η καρδιά της όμως ήταν δοσμένη στον επιστάτη του τσιφλικιού, τον Θοδωρή, με τον οποίο είχε συνάψει κρυφά σχέση. Ο Θοδωρής, αν και γνώριζε την δυσχερή θέση του, δεν έλεγε να κάνει πίσω. Την λάτρευε την Ευτέρπη και την αγαπούσε παράφορα. Όμως ο έρωτάς τους έπρεπε να μείνει κρυφός προς το παρόν, γιατί ο πατέρας της, για κανένα λόγο δεν θα της έδινε σ’ έναν φτωχό επιστάτη. Ήθελε ο γαμπρός που θα έκανε, να είναι όχι μόνο πλούσιος, αλλά κι από μεγάλο «τζάκι». Κι ο Θοδωρής που το ήξερε αυτό, δεν τολμούσε να πάει να τη ζητήσει.

«Αν σε παντρέψουν με άλλον θα τρελαθώ, γιατί χωρίς εσένα η ζωή μου δεν έχει νόημα, θα είναι άχρηστη πια. Ορκίσου πως ό,τι και να γίνει θα είμαστε για πάντα μαζί», της έλεγε στις σύντομες και κρυφές  συναντήσεις τους, στο δάσος του λόγκου.

Η Ευτέρπη τον αγκάλιαζε ευτυχισμένη και τον διαβεβαίωνε κι αυτή για τον έρωτά της. «Όλα θα πάνε καλά. Να εδώ, σ’ αυτό το εκκλησάκι της Παναγίας θα παντρευτούμε» του έλεγε. «Μη φοβάσαι για μένα, η αγάπη μου δεν έχει όρια. Ούτε ο θάνατος δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει εμάς τους δύο. Κι αν ακόμα με εγκαταλείψεις εσύ, τίποτε δεν θα αλλάξει σε μένα. Η καρδιά μου θα είναι για πάντα δική σου».

«Να σε εγκαταλείψω εγώ; Καλύτερα να πεθάνω χίλιες φορές, παρά να σκεφτώ άλλη γυναίκα», της έλεγε ο Θοδωρής και της έπιανε με θέρμη τα χέρια και την φιλούσε.

Έλεγε τα λόγια ετούτα ο Θοδωρής και τα πίστευε με όλη του την ψυχή! Όμως φαίνεται πως άλλα όνειρα πλάθουν οι άνθρωποι κι άλλα τους προετοιμάζει η μοίρα…

Ο άρχοντας Στέφανος Κασιμής φαίνεται πως κάτι υποψιάστηκε για την σχέση των δύο νέων και όταν το επιβεβαίωσε έλαβε τα μέτρα του. Έδιωξε τον Θοδωρή από το τσιφλίκι του, προφασιζόμενος δυσλειτουργίες στην επιστασία, και τον αντικατέστησε με άλλον.

Ο Θοδωρής μακριά από την αγαπημένη του και άνεργος πλέον, ήρθε σε δεινή θέση. Μια παλιά του γνωριμία όμως, με τον Λεσκάν, τον διευθυντή, της γαλλικής κατασκευάστριας εταιρείας του σιδηροδρομικού δικτύου της Θεσσαλίας, τον βοήθησε να πιάσει δουλειά στο εργοτάξιο. Άρχισε να εργάζεται καθημερινά για τον θεσσαλικό σιδηρόδρομο, αλλά δεν μπορούσε πλέον να έχει επαφή με την Ευτέρπη και κόντευε να τρελαθεί. Τον έφαγαν τα νυχτερινά δρομολόγια, στα Τρίκαλα. Έκοβε βόλτες στο Βαρούσι μήπως μπορέσει  να την πλησιάσει και να την ξαναδεί, αλλά μάταια. Κάποια βράδια ξενυχτούσε κάτω από το παράθυρό της μήπως και την δει, αλλά χαμένος κόπος.

Είχε περάσει σχεδόν ένα εξάμηνο και ο Θοδωρής δεν είχε καμιά επαφή μαζί της.

***

Ένα βράδυ ο άρχοντας Στέφανος Κασιμής κάλεσε την κόρη του και της είπε: «Μεθαύριο θα μας επισκεφθεί ο γέρο-Αναστάσης Γκαϊτατζής με τον γιό του, τον Αλέξανδρο. Μου μίλησαν σήμερα κι οι δυο. Ο Αλέξανδρος έχει σκοπό να φύγει σε λίγο για το Παρίσι. Προηγουμένως όμως θέλει να παντρευτεί και να πάρει μαζί την γυναίκα του».

Η Ευτέρπη ένοιωσε να σβήνει. Τα χείλη της έγιναν άσπρα. Βρήκε ωστόσο την δύναμη και αποκρίθηκε σιγά. «Πατέρα, αν πρόκειται να είμαι εγώ αυτή η γυναίκα, καλύτερα να μην έρθει να με ζητήσει…»

«Πώς»; έκανε θυμωμένος  ο πατέρας της. «Δεν θέλεις γι’ άντρα σου τον Αλέξανδρο; Αγνοείς ότι είναι ένα έξυπνο και καλό παιδί και ένας από τους πιο πλούσιους του τόπου μας!»

Η Ευτέρπη έσφιξε τα χείλη της. «Δεν αγνοώ τίποτε, πατέρα» είπε. «Ο Αλέξανδρος είναι πλούσιος, νέος και με μεγάλο αρχοντικό όνομα. Είναι τιμή που με γυρεύει για γυναίκα του. Μα εγώ δεν τον αγαπώ και δεν θέλω να παντρευτώ. Κι αν παντρευτώ, δεν θα ’θελα να φύγω από κοντά σας».

Ο άρχοντας Κασιμής χτύπησε τη γροθιά του σ’ ένα τραπέζι και είπε. «Αυτά είναι ανοησίες! Τι θα πει δεν θες να παντρευτείς; Αν έχεις στο μυαλό σου κάποιον άλλον να τον βγάλεις, δεν θα με ρεζιλέψεις εσύ με τα καμώματά σου! Έννοια σου, και τα ξέρω όλα από καιρό. Δεν θες να παντρευτείς, γιατί έχεις στον νου σου εκείνον τον επιστάτη, τον Θοδωρή Γκρέκα».

Η Ευτέρπη ακούμπησε σε έναν τοίχο για να μην καταρρεύσει. Την είδε ο πατέρας της σε κείνη την κατάσταση και σαν να μετάνιωσε ξαφνικά για τον απότομο τρόπο του, πήρε τα χέρια της στα δικά του και της τα χάιδεψε. «Συγχώρησέ με, παιδί μου! της είπε. Σου φέρθηκα λίγο σκληρά, χωρίς να το θέλω. Πίστευα όμως ότι θα συμφωνούσες και για αυτό έδωσα τον λόγο μου στους Γκαϊτατζαίους. Αφού όμως δεν θες τον Αλέξανδρο για άντρας σου, δεν πειράζει, θα του μηνύσω πως δεν γίνεται τίποτε».

Η Ευτέρπη έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της κλαίγοντας. «Άσε με λίγο να το σκεφτώ πατέρα και τα λέμε αύριο», είπε.

Όλο το βράδυ η Ευτέρπη πάλευε με τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει», ανάμεσα στον έρωτα και στις ενοχές προς την οικογένειάς της. Έφερνε στο μυαλό της τις στιγμές με τον Θοδωρή και συλλογίζονταν, πως είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς καλά τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, τις αξίες και τα όριά του… Τα ζύγισε όλα μέσα της και την επόμενη μέρα με βαριά καρδιά πήρε την μεγάλη απόφαση.

«Πατέρα δεν αγαπώ τον Αλέξανδρο, μα θα τον αγαπήσω. Όλες οι πληγές κλείνουν με τον καιρό. Κι η δική μου πληγή κάποτε θα κλείσει…»

***

Το άγγελμα των αρραβώνων του Αλέξανδρου Γκαϊτατζή και της Ευτέρπης Κασιμή χαροποίησε τους Τρικαλινούς που εκτιμούσαν πραγματικά και τις δύο αρχοντικές οικογένειες.

Θα είχε περάσει μια βδομάδα περίπου από το «ευτυχές γεγονός», όταν ο Θοδωρής φάνηκε ένα απόγευμα στα Τρίκαλα. Καβάλα στο άλογό του, σκεφτικός, μελαγχολικός, με απλανές βλέμμα, σιγοτραγουδώντας ένα παλιό λυπητερό τραγούδι:

«Ο νους μου απόψε τριγυρίζει στα περασμένα, στα παλιά

πουλί, που μήτε πια γνωρίζει την γκρεμισμένη του φωλιά,

και που δεν βρίσκει, μες στην τόση γύρω τριγύρω, συμφορά,

μήτε κλαδάκι, να διπλώσει τα ματωμένα του φτερά».

Κατευθύνθηκε σε έναν παραποτάμιο καφενέ, του Ληθαίου ποταμού. Κατέβηκε από το άσπρο άλογό του και μπήκε μέσα. Την ώρα εκείνη, στον καφενέ βρισκόταν και ο Αλέξανδρος Γκαϊτατζής που απολάμβανε τον ναργιλέ του και κουβέντιαζε με την συντροφιά του. Ο Θοδωρής κατευθύνθηκε αργά προς το μέρος του. Το αρχοντόπουλο δεν είχε ιδέα πως, ο ωραίος και μελαγχολικός εκείνος νέος, που μπήκε μέσα στον καφενέ, αγαπούσε πριν απ’ αυτόν την Ευτέρπη. Ασυναίσθητα γύρισε και τον κοίταξε, μα η ματιά που του έριξε στάθηκε μοιραία. Ο Θοδωρής τράβηξε την πιστόλα του, σημάδεψε το μέτωπο του αρχοντόπουλου και πυροβόλησε. Έστρεψε ύστερα το όπλο του στον κρόταφό του και ξανά πυροβόλησε. Δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν στον καφενέ και δυο κορμιά σωριάστηκαν κατάχαμα βουτηγμένα στο αίμα.

Αναστατώθηκε το καφενείο κι οι θαμώνες έτρεξαν να σηκώσουν τους δύο χτυπημένους. Μα ήταν πλέον αργά. Ο επιστάτης Θοδωρής Γκρέκας και το αρχοντόπουλο Αλέξανδρος Γκαϊτατζής, είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή στο δάπεδο του καφενείου.

***

Η τρομερή είδηση έφτασε γρήγορα στ’ αυτιά της Ευτέρπης. Η τραγική γυναίκα έβγαλε μια κραυγή και σωριάστηκε στο πάτωμα.

Περισσότερο από μήνα πάλεψε ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Όπως φάνηκε όμως είχε πάρει πια την δεύτερη τραγική απόφασή της. Και μια νύχτα στο εξοχικό σπίτι στο Βαλτινό, ξεφεύγοντας την προσοχή του πατέρα της, η Ευτέρπη έπεσε στη μεγάλη στέρνα της αυλής και πνίγηκε…

 

«Σκυμμένες ευλαβητικές, την άκρη του γκρεμού

παίρνουν οι κλαίουσες ιτιές στου φεγγαριού την πάχνη,

φορούν το μαύρο φόρεμα του μαύρου λογισμού,

που λίγο λίγο το ύφανε η πεπρωμένη αράχνη».




επικοινωνιστε μαζι μας