Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Η παγκόσμια ημέρα ποίησης

 

Η παγκόσμια ημέρα ποίησης γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου και έχει καθιερωθεί από την UNESCO το 1999. Σκοπός της ημέρας είναι να ενισχύσει την αναγνώριση και την διάδοση της ποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο, να προάγει τη σύνδεση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και να επισημάνει τη σημασία της ποίησης ως μορφή τέχνης και έκφρασης.

Η ποίηση έχει τη δύναμη να ενώνει τους ανθρώπους μέσω των λέξεων και να αναδεικνύει ανθρώπινα συναισθήματα και εμπειρίες, ενώ αποτελεί έναν τρόπο για την κατανόηση και την αναπαράσταση του κόσμου γύρω μας. Η παγκόσμια ημέρα ποίησης ενθαρρύνει την κοινωνία να συμμετέχει ενεργά σε αυτή την τέχνη, να διαβάσει ποίηση, να γράψει ή να παρευρεθεί σε εκδηλώσεις που σχετίζονται με την ποίηση.

Η ημέρα αυτή είναι μία ευκαιρία να τιμήσουμε τους ποιητές και τα έργα τους, να αναδείξουμε τη σημασία της ποίησης στη διαμόρφωση πολιτιστικών και κοινωνικών ταυτοτήτων, καθώς και να εμπνεύσουμε νέες γενιές να συνδεθούν με τη δύναμη της ποίησης.

Παρακάτω παραθέτουμε δύο ποιήματα, από δυο συγχωριανούς μας ποιητές, τον Ηλία Κεφάλα και την Γεωργία Κολοβελώνη:

ΙΛΙΓΓΟΣ του Ηλία Κεφάλα

Μέσα στα μάτια σου πνίγονται πουλιά.

Νερά λιμνάζουν από μακρινές βροχές

και παρασύρονται τραγούδια

από εξασθενημένες μνήμες.

 

Μέσα στα μάτια σου καταποντισμένα δάση ριγούν.

Αιωρούνται παράξενα αρώματα

και το βαθύ ψιθύρισμα του ναυαγού που σε γυρεύει

αντηχεί από φύλλο σε φύλλο.

 

Μέσα στα μάτια σου κουρνιάζω

σαν νυχτωμένος οδοιπόρος

με κρατημένη την ανάσα.

 

Πανέρημος, γυμνός και άστεγος.

 

Φοβισμένος

μες στα ιλιγγιώδη σου κενά.

 

Γι’ αυτό δεν με ξέρεις

και δεν με συναντάς ποτέ.

 

Λόγος για την αβεβαιότητα, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ

 

Μελάνι στον ουρανίσκο της Γεωργίας Κολοβελώνη

 

κάτι μέρες όπως αυτή

που η σήψη απλώνεται στην πόλη

ο αέρας μυρίζει φορμόλη

οι γάτες μαδάνε

στα πλακάκια της κουζίνας

εσύ χαμογελάς από τη λήθη

κι ο θάνατος με βγάζει στο σφυρί

για μιαν αυταπάτη βεβιασμένης ζήσης

 

το μυαλό μου εκρήγνυται σε κόκκους χρώματος

από την παλέτα σου στο υπόγειο

την ξεχασμένη

 

κάτι μέρες τέτοιες

θέλω να κλείσω τον κόσμο όλο σε μια λέξη

να μουτζουρώσω βάναυσα το αδηφάγο λευκό

 

μα δεν έχω στάλα μελάνι

στον ουρανίσκο

 

 Μελάνι στον ουρανίσκο, Εκδόσεις Μελάνι, 2015


Ο πνιγμός στο ποτάμι (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 

Ήταν 6 Αυγούστου του 1943, μια ήρεμη καλοκαιρινή ημέρα στο Βαλτινό, την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, όταν ο Δημήτρης αποφάσισε να πάει να μαζέψει τα δίχτυα από τον Ανάποδο, το ποτάμι που διέρχεται έξω από το χωριό. 

Η ζέστη είχε τυλίξει τον κάμπο, και το νερό του Παλιοπόταμου έτρεχε ήρεμα, κυλώντας πάνω σε βότσαλα, μικρές πέτρες, άμμο και ραγάζια, δημιουργώντας μία απαλή μελωδία που ανακάτευε τη σιωπή του πρωινού.

Ο Δημήτρης, ένας σαραντάχρονος βιοπαλαιστής, ήταν παντρεμένος με την Χαρίκλεια και είχε πέντε παιδιά. Ήταν γεμάτος ζωή και όνειρα, και συνήθιζε να πηγαίνει στο ποτάμι για ψάρεμα. Άλλες φορές πήγαινε στο ποτάμι, μόνο και μόνο, για να αναζητήσει στιγμές ηρεμίας και να βυθιστεί στις σκέψεις του.

Εκείνη την ημέρα όμως, κάτι ήταν διαφορετικό. Το ποτάμι του φαινόταν πιο επικίνδυνο από ποτέ. Η βροχή που είχε πέσει πριν από λίγες ημέρες είχε κάνει τα νερά να φουσκώσουν και να τρέχουν με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι συνήθως.

Η περιέργεια τον είχε παρασύρει. «Ας δοκιμάσω να βγάλω τα δίχτυα», σκέφτηκε «δεν είναι και τόσο δύσκολο». Χωρίς να το σκεφθεί πολύ, έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε στο νερό. Η αίσθηση του δροσερού ποταμιού στα πόδια του ήταν αναζωογονητική και με κάθε βήμα προχωρούσε όλο και πιο μέσα παρασυρμένος από τη ροή του.

Ενώ η κίνηση του νερού γινόταν πιο δυναμική και τα κύματα πιο έντονα, ο Δημήτρης, αν και ένιωθε ότι είχε περάσει το όριο της ασφάλειας, συνέχισε να προχωρά. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα, όχι από φόβο αλλά από την αίσθηση της δύναμης του ποταμού, που τον καλούσε να τον ακολουθήσει. Τα πόδια του, όμως, άρχισαν να μπλέκονται σε κάποιες ρίζες του ποταμού και το νερό τον τραβούσε όλο και πιο βαθιά.

Προσπάθησε να κολυμπήσει αλλά μάταια. Το νερό είχε ήδη κυριεύσει το σώμα του, και η δύναμη της ροής τον έσπρωχνε με μανία προς τον βυθό. Ο Δημήτρης με όλα τα αποθέματα της δύναμης του, πάλεψε για λίγο, αλλά σύντομα το σώμα του παραδόθηκε στην αμείλικτη δύναμη του ποταμού. Το θρόισμα του νερού ήταν το μόνο που ακούγονταν. Στο τέλος, η επιφανειακή μάχη είχε τελειώσει.

Ο Δημήτρης, αν και ήταν η ημέρα του Σωτήρος, δεν κατάφερε να σωθεί. Χάθηκε, και το ποτάμι συνέχισε την πορεία του αδιάφορο, όπως πάντα. Ο κόσμος γύρω του παρέμεινε αμετάβλητος ενώ η ζωή στο χωριό δεν σταμάτησε όπως δεν σταματά ποτέ και το ποτάμι.

Κι έτσι ο Δημήτρης έγινε μέρος του ποταμού, καθώς το σημείο εκείνο ονομάστηκε «κλούρι του Καλύβα» ως μια αθόρυβη αναφορά σε μια ζωή που έσβησε πριν την ώρα της.


επικοινωνιστε μαζι μας