Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Στις πλαγιές του Κερκέτιου όρους

Του Ηλία Κεφάλα

Οἱ σμαραγδένιες φτέρες τῆς Πιαλείας
Σκοτεινιάζουν τὴν ὑγρόφιλη λαγκαδιὰ
Καὶ λίγο πιὸ πάνω οἱ χάλκινες ὀξιὲς
Ναρκώνουν καὶ βυθίζουν στὸ κενὸ ὅλα τὰ ὄντα
Ὅπως κι ἐμένα τὸ θαυμαστὸ καὶ ὄντως ὄν
Ἐπειδὴ τὰ φίδια μὲ σφίγγουν τῶν ἀναμνήσεων
Καὶ μὲ τραβοῦν σὲ μέρες σκοτεινὲς
Μὲς στὴ θαμπάδα τὴν πικρὴ τοῦ χρόνου
Καὶ νά ᾽μαι ποὺ περιπλανιέμαι ὁ κατηφὴς
Ἀνηφορίζοντας στ᾽ ἀρχαῖα μονοπάτια
Κι ἂν ὄχι στὸ πρῶτο ἴσως στὸ δεύτερο
Μπορεῖ στὸ τρίτο ἤ τὸ πέμπτο βῆμα
Τὸ πέλμα μου νὰ συμπέσει ἀπαλὰ
Μ᾽ ἐκεῖνα τ᾽ ἀνάερα τῆς Κορωνίδας ἴχνη
Ὅταν μὲ τὰ μισολυμένα πέδιλά της
Ἔτρεχε νὰ προφτάσει τὸν Ἀσκληπιὸ
Χαμένον στὰ βοτανικὰ ὁράματά του
῍Ω μὴ φεύγεις πανόλβια μακριά μου
Γυρεύω κι ἐγὼ τὸν ἰατῆρα
Καὶ τὰ λαμπρὰ κορίτσια του
Τὴν Ἰασὼ τὴν Αἴγλη τὴν Πανάκεια
Τὴν παμβασίλεια Ὑγεία
Τὴν ἱμερόεσσα καὶ μάκαιρα
Γιατὶ τὰ χρόνια βάρυναν πολὺ στοὺς ὤμους μου
Ἡ θλίψη κατατρύχει τὴν ματιά μου
Καὶ κάθε φέγγος τοῦ κορμιοῦ μου σβέννυται
Ἐνῶ καὶ ὁ ἦχος τῶν πραγμάτων ἀπόλλυται τελείως
Κι εἶναι τὰ μάτια καὶ τὰ ὦτα μου
Μαῦρα κενὰ πηγάδια
Ἐδῶ νά ᾽ρθεῖς τρισόλβια Ἠπιόνη
Νὰ χαλαρώσεις τὸν φρενήρη βίο μου
Ποὺ δὲν ζητᾶ εὐθυμία πιὰ κι εὐμένεια
Παρὰ μονάχα εὐθύτητα καὶ σέβας

επικοινωνιστε μαζι μας