Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Από το Λεξικό της Θεσσαλικής διαλέκτου



Από το λεξικό της σύγχρονης Τρικαλινής και Θεσσαλικής, διαλέκτου, του συγχωριανού μας, κ. Ευάγγελου Στάθη που σύντομα θα εκδοθεί. παρουσιάζουμε παρακάτω ένα ελάχιστο δείγμα από την εργασία του, η οποία περιέχει πραγματικά έναν λεξιλογικό θησαυρό της τοπικής μας διαλέκτου.
Και όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας «Η εργασία αυτή, αποτελεί κυρίως, βιωματική εμπειρία από την επικοινωνία με τους κατοίκους του χωριού μου. Γι’ αυτό φρόντισα να το καταγράψω αυθεντικό, έτσι όπως το άντλησα από τις ανεξάντλητες πηγές των παππούδων και γιαγιάδων, γέρων και γριών, όλων, μικρών και μεγάλων…»
απόζιρβα επίρρ. 1) παράμερα, απόμερα, ανάμερα, ανήλιαγα: τι χαλεύτι κι έκατσάταν ιδώ στ’απόζιρβα; – δεν απιρνάЙ (περνάω) ντιπ απού κει, μ’έρχιτι λίγου απόζιρβα
απόκουμμα του ουδ. ουσ. το απόκομμα, κυρίως για αρνιά του γάλακτος, ο απογαλακτισμός
απόλτση η θηλ. ουσ. η απόλυση, η λήξη της λειτουργίας στην εκκλησία: μι την απόλτση τς νηκκλησЅάς τα Χριστούγιννα ίσЅα έτρουγάμαν τη σούπα μι τη γκότα
απόμιρους επίθ. η απόμιρους η απόμιρην τ’άπόμιρου• απόμερος 1) απόμακρος, απόκεντρος: του σπίτι τ’ είνЅ απόμιρου στου χουργЅό 2) παραμελημένος: ντιπ απόμιρουν τουν έχουν τουν καЄ μένουν, δε γκουτάЕ ντιπ να κρίνЕ (να μιλήσει)
απόπαρμα του ουδ. ουσ. το μάλωμα, το κατσάδιασμα, το να αποπαίρνεις κάποιον: δε γκουτάЙ (κοτάω) να μιλήσου λίγου, ούλου απόπαρμα είνι
απόπουτους η αρσ. ουσ. ο απόπατος αποχωρητήριο, καμπινές• πληθ. τα απουπότχЅα: τότι τ’απουπότχЅα ήταν ντιπ όξου• δε γκουτούσις να κλάЕς (κλάσεις), σεάκουγαν ούλЖ, αλλά καλά δεν ήμασταν τότι;
απόρμα του ουδ. ουσ. το απόρριγμα 1) η αποβολή εμβρύου, το έμβρυο της αποβολής 2) μεταφ. λέγεται για κοντό, αδύνατο και κακομούτσουνο άνθρωπο: ε, μας κάνЕ κι τουν άντρα, πχЖος ξέρЕ τι απόρμα είνι
απόσταμα του ουδ. ουσ. και αποσταμός (από ρ. αποσταίνω)• κούραση: λέЕ λέЕ κЅ απουσταμό δεν έχЕ
απουδώεα επίρρ. από δω δα ακριβώς
απουθαρρός η αρσ. ουσ. απαγοήτευση: πήρι τουν απουθαρρό τ’ κι δεν ξανανάφιρι πουτέ γι’αυτό

επικοινωνιστε μαζι μας