Κάποτε,
οι δεκάρες έλαμπαν σαν μικροί ήλιοι στις παλάμες των ανθρώπων. Είχαν βάρος,
μυρωδιά, ήχο· ένα μεταλλικό ψιθύρισμα που έλεγε: «κοίτα, αυτό είναι ο κόπος
σου, ο χρόνος σου, η τιμή σου». Η δεκάρα εκτός από νόμισμα ήταν συμβόλαιο
ανάμεσα σε πρόσωπα, ανάμεσα σε μια καρδιά και τον κόσμο. Ήταν κάτι που περνούσε
από το χέρι του αρτοποιού στο χέρι του ξυλουργού, κι από εκεί στο χέρι του
παιδιού που αγόραζε καραμέλες. Κυκλοφορούσε όπως ο αέρας· με φυσικότητα και
εμπιστοσύνη.
Σήμερα,
τα δισεκατομμύρια δεν έχουν ήχο, δεν έχουν σώμα. Υπάρχουν μόνο ως σκιές αριθμών
μέσα σε άυλες οθόνες, σαν ψευδαισθήσεις ενός πλούτου που ποτέ δεν αγγίζεται. Ο
άνθρωπος που κρατούσε κάποτε μια δεκάρα και ένιωθε πλούσιος με το ψωμί και το
κρασί του, τώρα περιπλανάται ανάμεσα σε μηδενικά. Κι όσο τα μηδενικά
πληθαίνουν, τόσο μηδενίζεται κι ο ίδιος.
Πώς να μετρηθεί η αξία όταν δεν υπάρχει μέτρο; Η δεκάρα είχε την ταπεινότητά της —ήξερε πόσο μικρή είναι. Το δισεκατομμύριο, όμως, φουσκώνει από ύβρη. Είναι το νέο είδωλο, λατρεμένο από πλήθη που δεν βλέπουν πως προσκυνούν τον αέρα. Το χρήμα, που γεννήθηκε για να υπηρετεί τη ζωή, έγινε αφέντης της. Και τώρα η ζωή μικραίνει για να χωρέσει μέσα στους αριθμούς.
Από
τις δεκάρες στα δισεκατομμύρια, λοιπόν —μια διαδρομή χωρίς ουσία, χωρίς
αντίκρισμα. Μα ίσως, μέσα σ’ εκείνη τη σκουριασμένη δεκάρα, να σιγοκαίει ακόμη
μια σπίθα νοήματος· ένα κάλεσμα να επιστρέψουμε όχι στη φτώχεια, αλλά στην
απλότητα, εκεί όπου η αξία του πράγματος συναντά την αξία του ανθρώπου. Εκεί
όπου το λίγο είναι αρκετό, κι η ζωή —επιτέλους— ξαναποκτά το μέτρο της.