Ο
Στέργιος Σταμούλης στέκει αγέρωχος μπροστά στο καφενείο του χωριού, όπως
στέκουν οι παλιοί άνθρωποι απέναντι στον χρόνο, με αξιοπρέπεια, μετρημένη
περηφάνια και ήσυχη δύναμη. Οι φίλοι του συζητούν στα τραπέζια, κάτω από τον
ήλιο του Οκτώβρη, μα εκείνος δείχνει να στέκει ανάμεσα στις γενιές, σαν γέφυρα
ανάμεσα σε χθες και σήμερα.
Στις
καθημερινές του μέρες ντύνεται απλά, χωρίς επιτήδευση. Όμως στις χρονιάρες
μέρες, στις εθνικές επετείους και τις μεγάλες γιορτές, ντύνεται με τον τρόπο
που οι παλιοί ήξεραν να δείχνουν σεβασμό: με το κοστούμι του καλοσιδερωμένο, το
καπελάκι σωστά φορεμένο, τη γραβάτα του προσεγμένη, το βλέμμα καθαρό. Δεν το
κάνει από φιγούρα, ούτε για να ξεχωρίσει, το κάνει γιατί πιστεύει πως έτσι τιμά
τη μέρα και τους ανθρώπους που πάλεψαν, που χάθηκαν, που κράτησαν όρθια την
πατρίδα και την αξιοπρέπεια.
Δεν
γνωρίζει πολλά γράμματα ο Στέργιος. Μα η στάση του, οι κινήσεις του, ο τρόπος
που χαιρετά, που μιλά, που κάθεται στο καφενείο, μαρτυρούν μια άλλη, βαθύτερη
καλλιέργεια, εκείνη που δεν μαθαίνεται στα σχολεία, αλλά καλλιεργείται με τον
χρόνο, με τη δουλειά, με την επαφή με τη γη και τους ανθρώπους. Είναι ο
άνθρωπος που ξέρει πότε να μιλήσει και πότε να σωπάσει, που δίνει προτεραιότητα
στον άλλον χωρίς να το κάνει θέμα, που σέβεται τη μέρα και τη ζωή.
Κάθε
φορά που τον βλέπει κανείς έτσι ντυμένο, νοιώθει πως τιμά όχι μόνο την επέτειο,
αλλά και τη μνήμη ενός ολόκληρου τρόπου ζωής που σιγά σιγά χάνεται, εκείνου του
σεμνού, αξιοπρεπούς ανθρώπου της υπαίθρου, που δεν είχε πλούτη, μα είχε ήθος,
που δεν ήξερε θεωρίες, μα ήξερε τι σημαίνει σεβασμός, τι σημαίνει κοινότητα, τι
σημαίνει πατρίδα.
Ο
Στέργιος Σταμούλης, με το κοστούμι του και το καπελάκι του, είναι μια ζωντανή
υπενθύμιση πως η αξιοπρέπεια δεν είναι υπόθεση ρούχων, αλλά ψυχής, κι όμως,
κάποιες φορές, ένα κοστούμι φορεμένο με σεβασμό μπορεί να την κάνει ορατή.
 

 
