Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

«Ο ανεπρόκοπος» Βαλτσινιώτικη ντοπιολαλιά


Τώρα το καλοκαίρι μι τις τρανές ζέστες κάθουμι κάτ΄ απου κάνα πλατάνι κι θυμάμι παλιές Βαλτσινιώτικες ιστουρίες. Θα στις μολογήσω, άξτες κι γράψτεις άμα θες.

Τουν βλέπς αυτούια ια, αυτό του πιδί.
Ε, ρε, γαμώ τη μάνα μέσα, γκουτζιάμ πιδί, ντιπ δεν τουν κόβι!
Ούδι νια αράδα δεν ξέρει να διαβάσει. Δεν καταλαβαίνει τίπουτι, σκέτους γκρας είνι. Γκουτζιάμ άντρας κι κάνει χαζαμάρις ακόμα. Ποιόν όμοιασι;
Ήταν μικρός, δεν τουν αγροίξι τουν πατέρα τ’ απ΄ ήταν μιρακλής!
Άμα τουν έλεγις να κάνι κάνα δλειά…
-Δεν αδγειάζου, έλεγι, έχου να πάου στα πρόβατα. Έκανι πάντα του θκό τ’.
-Έλα να κάνουμι αυτή τη δλειά, τουν έλιγις.
-Δεν αδγειάζου σήμερα  σεαμπρουστά άμα ξεαδγειάσου, θα ’ρθού, έλιγι.
Έβγαζι του καθρεφτάκι κι την τσατσάρα, σάλιουνι του μαλλί κι έφτιαχνι τουν καρέ.
Άμα τουν έλεγις, να ντυθεί κι να πάει στην νηκκλισιά γκουρδουκλιόνταν ούλη τη νύχτα στου κριβάτι κι του προυί που σκώνουνταν μπαμπάλιζι. Ντύνουνταν κι έβαζι ανάπουδα τα παπούτσια τ’.
-Βρε πιδί μ’, τά ’βαλις τ’ανάπουτα τα παπούτσια σ’, τουν έλιγαν.
-Αλάθους έκανα, έλιγι αυτός, αλλά δεν τα άλλαζι, έβγαζι του καθρεφτάκι κι την τσατσάρα, έφτιαχνι τουν καρέ κι πήγηνι έτσι, σαν σβαρνιάρς στην νηκκλισιά.
Νια βολά θα πνίγουνταν στου πουτάμι αν δεν αγραπώνουνταν απού κάτι κλαργιά. Έσκουζι ούλ΄τη μέρα να τουν ακούσουν. Σπουλάτι τουν άξαν κατι τσουμπαναραίοι κι πήγαν τουν έβγαλαν.
Νια βολά τουν έστειλαν να κουβαλίσι τ’άχυρου μι του κάρου, απ τη Παναία κι γκιράντσι του φουρτουμένου κάρου κι έπισαν ούλα τα διμάτχια στου δρόμου.
Νια άλλη βολά τοιμάσκαν να πάν στου παγκύρι, είχαν ζέψι του κάρου, φόρτουσαν κι τα πράματα κι περίμιναν αυτόν.
Αυτός, τότι είχι πάρι τα γκιούμνια κι είχι πάει να τα γιουμίσι μι νιρό απ τ’ αρτισιανό.
Πιρίμιναν - πιρίμιναν, κάπουτι κι αλλότι, φανήσκι κι αυτός, γιμάτους απού πάν μέχρι κατ΄ λάσπις κι νιρά.
-Ά ρε, του λεν, που είσι; Ισένα θα πιριμένουμι.
-Κάηκι απού νιρό του γουμάρι κι γκάρζι ούλη τη μέρα, τσ’ λέει, ιγώ γκουσουμάντσα μέχρι να του φέρου τόσου βάρους να του πουτίσου κι σεις χουιάζτει.
Νια άλλη βολά κουβαλούσι πάλι νιρό μι τα γκιούμια κι τουν φώναζαν.
-Μην απιρνάς απού κει, έχει αγλίστρα η δρόμους.
Μπα, αυτός, ικεί. Ε, πάτσι νια γλίστρα κι ήρθι μι τουν κώλου σεαπάν’.
Τουν αλπήτχα του καημένου έτσι όπως έκανε.
Ούλη τη ζουή τ’ αγουνιώτι κι ντιπ προυκουπή δεν είδι.
Ούλου γαμπρίζει η καημένους κι καμία δε γυρίζει να τουν κοιτάξει.
Σάμπως τι να κοιτάξει... τέτοιους ανεπρόκουπους που είνι…

επικοινωνιστε μαζι μας