Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Αναμνήσεις από καλοκαιρινές νύχτες του Βαλτινού

 «Κοιτάμε τον κόσμο μια φορά στην παιδική ηλικία. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη».  Λουίζ Γκλικ

Τι όμορφα που ήταν τα παλιά εκείνα, καλοκαιρινά νυχτέρια με τις ιστορίες, τ’ αστεία και τα πειράγματά τους, που ξεκούραζαν ψυχές και ξαλάφρωναν μικρούς και μεγάλους απ’ τον μόχθο της ημέρας!

Όποιος δεν ξενύχτησε ξεφλουδίζοντας καλαμπόκι με τα χέρια, μέσα σε γέλια και τραγούδια, μ’ ένα καντήλι κρεμασμένο στο μαδέρι και το φεγγάρι σκαλωμένο στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου, δεν ξέρει σίγουρα τι σημαίνει νύχτα καλοκαιρινή.

Όποιος δεν κοιμήθηκε κατακαλόκαιρο έξω στην ξαστεριά, δεν έμαθε τίποτα για τη Μεγάλη Άρκτο, τους διάττοντες και τους αστερισμούς.

Όποιος δεν άκουσε ιστορίες και παραμύθια για «ξωθιές» και για «δαιμόνια», από τους παππούδες και τις γιαγιάδες, δεν ξέρει τι θα πει μαγευτικό νυχτέρι κάτω από τ’ άστρα.

Αναμοχλεύοντας τις μνήμες και τα κοινά μας βιώματα, επιστρέφοντας πολλά χρόνια πίσω, εκεί στην παιδική ηλικία, συναντούμε όλη τη γοητεία και όλους εκείνους τους τρυφερούς ήχους, τα χρώματα και τις μυρουδιές της παιδικής καλοκαιρινής νύχτας. 

Τα πιο σημαντικά πράγματα από τη ζωή στο χωριό είναι αυτά που δεν λέγονται, αλλά που ξαφνικά, μέσα στη σιωπή της νύχτας, μπορείς να τα ακούσεις. Το κόασμα από τα βατράχια στους νερόλακκους και τις «γούρνες» του ζευγαρολίβαδου, τα κατάξερα φύλλα του καλαμποκιού που θρόιζαν στο παραμικρό φύσημα του αγέρα, τα ζώα να μασούσαν ρυθμικά το ξερό τριφύλλι, το βούισμα της αλωνιστικής μηχανής που ξενυχτούσε στ’ αλώνια, τα πουλιά που αναδεύονταν στον ύπνο τους, πάνω στη λεύκα, ακόμα και το φύλλο που έπεφτε απ’ τη σκαμνιά πάνω στις πλάκες, είχε κι αυτό τον δικό του ήχο. Τα τριζόνια, τα νυχτοπούλια, το κλάμα του Γκιώνη, το άχαρο και θλιβερό χαροπούλι που κυνηγούσε η γιαγιά όταν το άκουγε έξω από το σπίτι. Τα σκυλιά που αλαφιάζονταν με τον παραμικρό θόρυβο και άρχιζαν το γαύγισμα. Αλλά και οι διάφορες σκιές στις θημωνιές ή στα δέντρα, που άλλαζαν συνεχώς μορφή και γινόταν όλο και πιο επιθετικές. Τότε έβγαιναν κι οι ξωτικές με τις καλότυχιες, κάπου εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, παίζοντας και γελώντας στα σοκάκια, σκαρφάλωναν στους φτελιάδες και στα πλατάνια, ακόμα και στην αχλαδιά της αυλής, κι ύστερα κατηφόριζαν όλες μαζί, τρέχοντας να λούσουν τα μαλλιά τους στην τουλούμπα, στο αρτεσιανό ή στη βρύση.

Ακίνητα και εκστατικά στα κρεβάτια μας, ακούγαμε κάτι σούρσιμο έξω από την πόρτα και πάγωνε το αίμα μας από τον φόβο, λίγο πριν μας πάρει σιγά-σιγά, ο γλυκός ύπνος…

Αλλά και στα παιχνίδια μας, τα καλοκαιρινά βράδια, παντού τρεχαλητά και γέλια… κρυφτό, κυνηγητό… Θυμάμαι κυνηγούσαμε τις κωλοφωτιές (πυγολαμπίδες), τις πιάναμε και με το φωσφορίζον ένζυμο της κοιλιάς τους σχεδιάζαμε διάφορα σχήματα πάνω στα φανελάκια μας. Στο δε, αγαπημένο μας παιχνίδι με τις κολοκύθες, που είχαμε σκοπό να τρομάξουμε τους άλλους, σκαλίζαμε το κέλυφος της κολοκύθας έτσι που να μοιάζει με πρόσωπο, τοποθετούσαμε στο εσωτερικό μέρος ένα αναμμένο κερί και το βράδυ το τοποθετούσαμε σε μέρος που να φαντάζει με φάντασμα.

Αυτές οι καλοκαιρινές αναμνήσεις στο χωριό, με το παιχνίδι, τις χαρές και τους φόβους της παιδικής αθωότητας, καθώς γιγάντωναν τη φαντασία και έθρεφαν το όνειρο, ξαναζωντανεύουν νοερώς και ζεσταίνουν την ψυχή μας, ως αντιστάθμισμα έναντι του επερχόμενου Χειμώνα.

Άλλωστε «Ο καθένας μας πρέπει να κρατάει λίγο καλοκαίρι, ακόμα και στο μέσον του χειμώνα».


επικοινωνιστε μαζι μας