Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ε και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
ε  κλητική προσφώνηση: Γιώργο, ε  Γιώργο! πού είσι, έλα
’δω – ε συ, ισένα λέου   – ε,
καραπούτσκαρε!
ε  επιφ. 1) σε απάντηση κλητικής προσφώνησης: ω Γιώργου! - ε! (απάντηση)  2) για έκφραση μείωσης, ταπείνωσης κάποιου: ε, πχοιος ξέρει  τι είνι κι αυτός 3)  επαναλαμβανόμενο σε επιβεβαίωση, επαλήθευση: βρέχει 
όξου· ε, ε, γλέπου κι γω (ναι, ναι, βλέπω) 4) για παράκληση να
σταματήσει κάτι: ε, ε, ε! μην τσακουθείτι
κιόλας
εα  ως δεικτικό μόριο να, ιδού: εα η Κώστας, 
– εα η μάνα – εα τους – για έκφραση μείωσης, ταπείνωσης κάποιου: εα έναν τζιουμπάνου πήρι κι αυτήν, τι πήρι
λες (παντρεύτηκε) – σε έκφραση απορίας και θαυμασμού: εα τους η Κώτσιους, γίνκι γιατρός
έδουνα  ρ. παρατ. του ρ. δίνω (έδινα)
είδουλου  του ουδ. ουσ. για άνθρωπο αυτός που δεν έχει
υπόληψη, εκτίμηση, «δεν έχει ήσκιο» επάνω του: πήρι νια γναίκα είδουλου, σι κοιτάει στα μάτχια μαναχά – κάνι παρέκεια,
τι στέκισι σαν είδουλου μπρουστά μ’
είιδα  ρ. αόρ. είδα
είνουρου  του ουδ. ουσ. το όνειρο
εμ  επιφ. για αυτοεπιβεβαίωση: εμ, καλά λέει  – εμ, τι να που κι γω; σε σπάντηση για
αυτοδικαίωση κάποιας αλήθειας: καλά μ’ έλιγις
κι συ  εμ, (δεν είχα δίκαιο;) για
έκφραση ή διατύπωση εύλογου συμπεράσματος: εμ,
μι τόση δλεια που κάνει  πώς να μην φκιάσει  παράδις; 
– εμ, τι θα έκανι, δε θα έσπαζι μι τόση δύναμη που του βάρισις;
εμ - εμ  επιφ. 1) και το ένα και το άλλο: εμ αρνάτα εμ μαλάτα εμ τ’αρνιά θηλκά  2) για έμφαση δισταγμού: εμ κι εμ είμι ακόμα (δεν πήρα οριστική απόφαση ακόμα)
ένα - ένα  σε έκφραση για να δηλωθεί το αμέσως: μόλις τ’ άξα αυτά (τα άκουσα), μι πόνισι του κιφάλι  ένα - 
ένα (αμέσως) – πάρι αυτό του
φάρμακου κι θα δεις, ένα - ένα θα σι πιράσει 
η πόνους
ένα κι (μ)πρώτου  κατ’ αρχάς, πάντως: τι φταίου  ιγώ κι μι κοιτάς έτσι;
ιγώ ένα κι (μ)πρώτου δεν ήμαν ικεί όταν γίνκαν αυτά
ένα τί  τόσο δα: ένα τί έλειψι να τουν πατήσει τ’ αυτουκίνητου που δεν πρόσιχι ντιπ –
ένα τί θέλου ακόμα να τιλειώσoυ
έντισα  ρ. αόρ. χωρίς ενεστώτα  μέλλ. θα ιντέσου· έμπλεξα, βρήκα το μπελά
μου: τι να κάνει  η γνικούλα, έντισι μι τεαυτόν που παντρεύκι –
μη μπλέγισι μι τέτχις σκουτούρις, θα ιντέεις (εντέσεις)
έντισμα  του ουδ. ουσ. μπλέξιμο, μπελάς: μα, τι έντισμα είνι κι αυτό που μας βρήκι μι
τεαυτόν τουν άχρηστουν – δε θέλει  ντιπ
να φάει του πιδί· έντισμα κι αυτό!
εξ κι ξηρός σ’  απάντηση σε κάποιον που από αμηχανία ή άγνοια
επαναλαμβάνει συνεχώς το φθόγγο « ε »
έρθουμι  ρ. έρχομαι: δεν έρθουμι σήμιρα, δεν αδγειάζου
έρμους  επίθ. η έρμους η έρμην του έρμου 1) ο
ακατοίκητος (για τόπο): έφυγαν ούλοι για
την Αθήνα κι έμεινι έρμου του σπίτι 
τ’στου χουργιό 2) αυτός που
έμεινε μόνος, χωρίς συγγενείς: έφυγαν τα πιδγιά τ’, πέθανι κι η γναίκα τ’ κι
έμεινι έρμους 3) για έκφραση συμπάθειας προς κάποιον: βρε τουν έρμουν τι τουν βρήκι!
έτακτα  επίρρ. εκτάκτως: δεν τουν πιρίμινάμαν, έτακτα ήρθι
έτσεα  και 
έτσεαεα και έτσεαεάς  επίρρ. έτσι:
έτσεαεά να του καντς – τι στέκισι έτσεα
κι δεν κάθισι; 
έυσα  ρ. αορ. του ρ. χύνω· έχυσα: πρόσιξι, τουν έυσις τουν καφέ – κλώτσι  (κλώτσησε) η γιλάδα του καρδάρι  κι έυσι του
γάλα
έχουντα  τα, μετοχ. του ρ. έχω, σε θέση ουσ. τα
έχοντα, τα πλούτη: πάει  καλά του κουρίτσι, βούλιαξι στα έχουντα (παντρεύτηκε
πλούσιο άντρα) – πούλτσι ούλα τα έχουντά
τ’ (όλη την περιουσία)
έχους  του ουδ. ουσ. το έχος, το έχει μας, το βιος,
τα πλούτη: αυτήν την αρνάδα δε θα την
πλήσουμι, θα την κρατήσουμι για έχους (για να αυγατίσει, να πλουτίσει το
κοπάδι)
