Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Επικήδειος λόγος για τον Αθανάσιο Αγγελόπουλο. Εκφώνησε ο Νικόλαος Κατοίκος

 

Τρεις φίλοι, τρεις συμφοιτητές είναι στο ίδιο έτος. Στο πρώτο από τα πέντε της τότε σχολής και διακρίνονται για τον δημιουργικό οίστρο να σπουδάσουν κλασική φιλολογία. Η χαρά της επιτυχίας τους είναι έκδηλη, τόσο διότι κρίθηκαν επιτυχόντες, αντιμετωπίζοντας δύσκολες εισαγωγικές εξετάσεις, με αναλογία ενός προς δέκα, όσο και διότι θα είχαν δασκάλους τους τα ιερά τέρατα της εποχής, τον Στίλπωνα Κυριακίδη, τον Ιωάννη Κακριδή, τον Στυλιανό Καψωμένο, τον αγαπητό Τσοπανάκη, τον Μανόλη Ανδρόνικο, τον Απόστολο Βακαλόπουλο, τον Λίνο Πολίτη, τον Κων/νο Βρόλιο, τον Νικόλαο Ανδρειώτης, τον Βασίλειο Τατάκη, τον Εμμανουήλ Κριαρά, τον Μιχαήλ Λάσκαρη και τον Γεώργιο Μπακαλάκη.

Τη γνωστή σε όλους φοιτητική τριάδα αποτελούσαν, ο ομιλών, Νικόλαος Κατοίκος, ορμώμενος εκ Σοφάδων Καρδίτσας και έχων την καταγωγή του εκ Λιτσού Ευρυτανίας, ο Μιχάλης Κατραμάδος, ορμώμενος εξ Αμμουλιανής Χαλκιδικής και ο εκλιπόν Αθανάσιος Αγγελόπουλος, ορμώμενος εκ Βαλτινού Τρικάλων.

Ήμασταν και οι τρεις άριστοι μαθητές στα Γυμνάσιά μας και στη συνέχεια μεταξύ των καλύτερων φοιτητών της σχολής μας, αλλά είμαστε φτωχόπαιδα. Ο Θανάσης ήταν επιπλέον και ορφανός. Οι Γερμανοί κατακτητές είχαν συλλάβει τον πατέρα του στα Τρίκαλα, σε κάποια αντίποινα του 1944, και τον είχαν εκτελέσει στη Λάρισα. Η απορφανισμένη οικογένεια έμεινε με την χαροκαμένη μάνα και με τέσσερα τέκνα: τον Θανάση, τον Κώστα και δύο αδερφές την Μαρία και την Αικατερίνη. Το επτάχρονο παιδί του 1944, διέπρεπε στα σχολεία όπως και στο πανεπιστήμιο. Σπούδασε με υποτροφία του ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, διότι το 1957 ήταν μεταξύ των δέκα πρώτων επιτυχόντων.

Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, σταδιοδρόμησε ευδοκίμως εδώ στα Τρίκαλα, ως καθηγητής Μέσης Εκπαιδεύσεως, ως Γυμνασιάρχης και ως βοηθός επιθεωρητού.

Από τους φίλους του, ο Μιχάλης σταδιοδρόμησε στη Θεσσαλονίκη και εγώ στην Καρδίτσα. Ο Θανάσης, και οι συνάδελφοι και φίλοι του πρόλαβαν αρκετά χρόνια εκπαιδευτικής άνθισης. Είχαν πολλά να δώσουν στην εκπαίδευση και εκείνη η πρόθυμη προσφορά τους γινόταν με χαρά και ευγνωμοσύνη αποδεκτή. Αργότερα ως σήμερα κόπασε η θυσιαστική διάθεση για προσφορά καθώς και η κοινωνική ευστροφία για αξιοποίηση της ανιδιοτελούς και λυσιτελούς προσφοράς. Με απλά λόγια, για την ποθούμενη εκπαιδευτική ανάκαμψη χρειαζόμαστε πολλούς Αγγελόπουλους. Δηλαδή, πολλούς δασκάλους της γενιάς του Θανάση Αγγελόπουλου.

Αυτοί θα τονώσουν την φιλομάθεια και την χρηστομάθεια των μαθητών. Ευτυχώς που έχουμε την παρακαταθήκη του παραδείγματός του, διότι αυτοί ένας - ένας φεύγουν. Ήταν τυχεροί όσοι υπήρξαν μαθητές του Θανάση Αγγελόπουλου, γιατί αυτός υπήρξε συνειδητοποιημένος δάσκαλος. Ήταν μελετηρός, βιβλιολάτρης, σοβαρός συζητητής, στηλιτευτής της κακοδιοίκησης και της αδικίας, μαχητικός, ταπεινός, προσηνής, φιλόστοργος, υποδειγματικός οικογενειάρχης και ανεκτίμητος φίλος. Έδωσε αδιάκοπο και τίμιο αγώνα στη ζωή, και του ανήκει ο της δικαιοσύνης στέφανος. Προς το τέλος της ζωής του δοκιμάστηκε και στη συζυγική μοναξιά, καθώς το 2014 είχε χάσει την σύζυγό του, την καθηγήτρια φιλόλογο Φούλα Ρουμελιώτη. Ψυχικό αντιστάθμισμα αυτής της απουσίας υπήρξε η αγάπη των οικογενειών των παιδιών τους, του Δικηγόρου Μιχάλη και του Γιατρού Κώστα, που του είχανε χαρίσει τα τρία αγαπημένα εγγόνια τους, δυο Αθανάσηδες και τον Παντελή. Μέσα στον ανθρώπινο πόνο της εκδημίας τα παιδιά του Θανάση, οι δύο νύφες του, Κογίνα και Αλεξάνδρα, τα εγγόνια του, τα δύο ζώντα αδέρφια του, ο Κώστας και η Μαρία, τα ανίψια του, οι λοιποί συγγενείς του, οι συνάδελφοί του καθηγητές και οι φίλοι του, μπορούν να σεμνύνονται που συμπορεύτηκαν στη ζωή και γνώρισαν από κοντά έναν σπουδαίο επιστήμονα κι έναν καλό άνθρωπο.

Τους ευχόμαστε καλή παρηγοριά. Στον εκλιπόντα φίλο και συνάδελφό μου Θανάση, εύχομαι καλόν παράδεισο!

Το νησί των συναισθημάτων

 

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.
Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.
Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.
«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:
«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

Του Μάνου Χατζιδάκι

επικοινωνιστε μαζι μας