Αφηγήσεις, εξιστορήσεις, καταθέσεις βιωμάτων και εμπειριών από ανθρώπους που διατηρούσαν το γλωσσικό μας ιδίωμα ατόφιο, όπως ακριβώς το παρέλαβαν από τους προγόνους μας.
Την παρακάτω αφήγηση μας έκανε ο κ. Νίκος Απόχας, την οποία παρουσιάζουμε ατόφια, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι, διατηρώντας έτσι την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.
Τότε τς' κουμπίνες δ'λεύαμαν: τέσσιρις τσιουβαλάδες κι δυο δέτες έξι, ο παραλήπτης εφτά κι ένας μι του τραχτέρι οχτώ.
Είχαμι κι του Στέργιου Ρούση μάγειρα κι έβραζι τα αυγά στου ταψί.
Ερχόμασταν κάνα βολά να φάμι, απ'λες, κολατσιό, τ' αυγά τά'χι στου ταψί, κι τ΄αυγά ήφιρναν τρώυρα μες στου ταψί. Έβαζι τ΄ αυγά στου ταψί κι έπαιζι του κουμπουλόι, τρακ, τρακ, τρακ, τρακ. Τα αυγά έφιρναν γύρα μες στου ταψί.
Τον βλέπει η Κατίνα, απ' λες,
«Ε, ρε Στέργιου, λέει, άσωτες κατσαρόλες έχ'ς, στο ταψί τά 'βαλες τα αυγά να βράσουν»;
«Να χουρεύουν»…, λέει ου Στέργιους. Χα! Χα!
Μια άλλη φορά, πάμι να φάμι. Ο Στέργιους δεν είχι κατεβάσει τα φασόλια ακόμα απ' τη κατσαρόλα, κουβέντιαζι μι τς' γναίκις εκεί στο χωριό, ήταν κοντά στα σπίτια εκεί. Τα φασόλια τά 'ψηνι ακόμα, ψ'λά στου πιτρουγκάζι έβραζαν. Πάμι κάνα βολά… τι να φάμι… Έκατσάμι να φάμι εκεί, τι να φάμι, του φαί έψηνι…
Πάμι μια φορά στο Καρποχώρι. Έπιασε μια βροχή και βλιάζει του τραχτέρι.