Καμαρούλα
μια σταλιά, δυο επί δύο. Ένας τοίχος ασβεστωμένος, λιτός, τραχύς, με τα σημάδια
του χρόνου να τον σκαλίζουν σαν μνήμη. Στην άκρη κρέμεται μια λάμπα πετρελαίου·
η παλιά συντροφιά των βραδιών, που έριχνε το τρεμάμενο φως της πάνω σε πρόσωπα
κουρασμένα, μα γεμάτα ιστορίες. Δίπλα, μια κορνίζα με μια φωτογραφία γάμου· ένα
ζευγάρι που κοιτάζεται ίσια στα μάτια, σαν να ορκίζεται όχι μόνο αγάπη, μα και
αντοχή στις δυσκολίες.
Το κρεβάτι
σιδερένιο, λιτό κι αυτό, με στολίδια ταπεινά, θυμίζει εποχές που η απλότητα δεν
ήταν επιλογή, αλλά μοίρα. Κι όμως, μέσα σε εκείνη την απλότητα, υπήρχε μια
πληρότητα σχεδόν ακατανόητη για τα μέτρα της σημερινής ζωής. Δεν χρειαζόταν
πολλά: λίγο φως, μια εικόνα αγαπημένη στον τοίχο, ένα κρεβάτι για ανάπαυση – κι
όλη η ζωή χωρούσε σε ένα τόσο δα δωμάτιο.
Αυτή η
καμαρούλα, δυο επί δύο, είναι σαν να κουβαλάει μέσα της τον σπόρο μιας άλλης
αλήθειας: ότι η ευτυχία δεν μετριέται σε τετραγωνικά, αλλά σε μνήμες, σε
πρόσωπα, σε στιγμές που φώτισε μια λάμπα ή που σκέπασε μια αγκαλιά. Είναι η
νοσταλγία ενός κόσμου που έφυγε, μα που παραμένει ζωντανός σε κάτι τέτοιες
μικρές γωνιές, εκεί όπου το λιτό αγγίζει το αιώνιο.