Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Το τελευταίο παραμύθι

 

Το φως του πρωινού ήταν θολό εκείνη τη μέρα. Όχι από τον καιρό, μα από κάτι πιο λεπτό, πιο άυλο — σαν να γνώριζε ήδη η μέρα το βάρος που θα κουβαλούσε. Η μητέρα δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Ζαλίζομαι», είπε, και η φωνή της έμοιαζε μ’ εκείνες τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου που δεν θες να τελειώσει, αλλά καταλαβαίνεις πως πλησιάζει στο τέλος του.

Τέσσερα χρόνια είχε πιασμένο το βλέμμα της στα σύννεφα της λήθης. Από τότε που έφυγε ο πατέρας — ο Αντώνης της — κάτι μέσα της έσπασε ήσυχα, χωρίς φωνή. Μόνο η απουσία του ήταν εκεί, καθαρή, σαν φρέσκος πάγος πάνω στην καρδιά της. Η άνοια δεν την άλλαξε αμέσως· την πήρε κομμάτι-κομμάτι, σαν παιδί που μαδάει ένα λουλούδι, ένα πέταλο τη φορά.

Την πήγαμε στο Νοσοκομείο. Τρεις μέρες την κράτησαν. Την τελευταία νύχτα, έμεινα κοντά της. Το φως χαμήλωνε στις γρίλιες του θαλάμου, τα μηχανήματα αναστέναζαν ρυθμικά, και η μητέρα — ανήσυχη, μισή εδώ και μισή αλλού — ζητούσε διαρκώς να πάει στην τουαλέτα. Ήξερα πως της είχαν βάλει καθετήρα, αλλά το αίτημα ερχόταν ξανά και ξανά, σαν ανάμνηση από ένα σώμα που ακόμα ήθελε να νιώσει πως υπήρχε.

Για να της αποσπάσω τη σκέψη, έκανα κάτι απλό, σχεδόν παιδικό:
«Θες να σου πω ένα παραμύθι;»
Έγνεψε. «Ναι», είπε.
Και της είπα για τα εφτά κατσικάκια.

Αναστέναζε, αντιδρούσε με ήχους μικρούς, γεμάτους ζωή. «Μπα!», «Πω πω!», «Άντε!». Ήταν εκεί, μαζί μου, για λίγο — ίσως όσο διαρκεί ένα παραμύθι. Και τότε σκέφτηκα: γιατί να μη της πω το παραμύθι της ίδιας της ζωής της;

Έσβησα το φως. Το σκοτάδι δεν τρόμαζε πια. Είχε γίνει φιλικό, σχεδόν τρυφερό.

«Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό, ήταν ένα όμορφο παλικάρι που το λέγαν Αντώνη…»

Της μιλούσα για τον έρωτα της ζωής της, σαν να ήταν χαρακτήρας από παραμύθι — όχι επειδή δεν ήταν αληθινός, αλλά επειδή η αλήθεια, όταν την αγαπάς, γίνεται θρύλος.

Μίλησα για τον γάμο της, για τα παιδιά της, για τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Για την οικογένεια που άνθισε από τη ρίζα της. Για τις μέρες που κύλησαν ήσυχα ή άγρια, μα πάντα με εκείνη παρούσα.

Και όταν έφτασα στο τέλος, με φωνή που έτρεμε από μέσα μου, της είπα:
«…κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.»

Έμεινε σιωπηλή για λίγο. Κι ύστερα είπε, με φωνή που έμοιαζε να έρχεται μέσα από το ίδιο της το παρελθόν:
«Αχ, να ζήσεις χίλια χρόνια, παλληκάρι μου.»

Ήταν η τελευταία της ευχή. Η τελευταία της λέξη.
Την άλλη μέρα, έφυγε.

Δεν φώναξε. Δεν παραπονέθηκε.
Απλώς… πέρασε απ’ την άλλη πλευρά του παραμυθιού.

Και τώρα, κάθε φορά που μπαίνει νύχτα και τα φώτα σβήνουν,
σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή,
το φως που δεν χρειαζόταν,
την ιστορία που έκλεισε μέσα σε μια αγκαλιά,
και καταλαβαίνω:

Η μητέρα μου δεν πέθανε μέσα σε ένα Νοσοκομείο.
Έφυγε μέσα σε ένα παραμύθι.
Το δικό της.

 

Βαλτινό. Στην καρδιά του κάμπου – το χωριό που ανασαίνει με τη γη

 

Στην αγκαλιά της πεδιάδας, εκεί που η γη ανοίγεται πλατιά και οι ορίζοντες δεν γνωρίζουν όρια, βρίσκεται το χωριό Βαλτινό που μοιάζει να έχει ξεχάσει τον χρόνο. Είναι το μέρος όπου η καθημερινότητα κυλά αργά, με ρυθμούς που θυμίζουν άλλες εποχές κι όμως παραμένει ζωντανό και αυθεντικό.

Καθώς πλησιάζεις, ο κάμπος σε καλωσορίζει με τα αρώματα των σιτηρών, των καλαμποκιών και όλων των άλλων καλλιεργειών. Το χωριό αναδύεται σιγά-σιγά μέσα από το πράσινο και τις αλέες, με τα σπίτια του, χτισμένα με υλικά που έρχονται κατευθείαν από τη γη που τα τρέφει.

Η πλατεία, το ζωντανό κέντρο της κοινότητας, είναι σκιασμένη από πανέμορφα δέντρα του κατάφυτου πάρκου. Εκεί οι κάτοικοι συναντιούνται κάθε απόγευμα, πίνοντας τον καφέ τους και συζητώντας τα νέα του τόπου.

Λίγο πιο πέρα δεσπόζει η εκκλησία του χωριού, με το ψηλό της καμπαναριό να ξεχωρίζει ανάμεσα στα κεραμοσκεπή σπίτια. Τις Κυριακές οι καμπάνες της ακούγονται από μακριά φέρνοντας τους ήχους της παράδοσης σε κάθε γωνιά του κάμπου.

Απέναντι από το πρώην κοινοτικό κατάστημα, που σήμερα λειτουργεί ο παιδικός Σταθμός, συναντά κανείς το Δημοτικό Σχολείο. Ένα πέτρινο κτίριο ζεστό και φιλόξενο, που μοιάζει φτιαγμένο για να αγκαλιάζει τα πρώτα βήματα των παιδιών στη γνώση. Οι παιδικές φωνές που γεμίζουν το χώρο, μαρτυρούν πως εκεί γεννιούνται οι πρώτες φιλίες και οι πρώτες ελπίδες.

Σε κοντινή απόσταση από την πλατεία βρίσκεται το Δημαρχείο, ένα όμορφο διώροφο κτίριο με λιτή αρχιτεκτονική, που φιλοξενεί τη διοίκηση και τις ελπίδες του τόπου για πρόοδο. Ακριβώς απέναντί του, δεσπόζει το Γυμνάσιο και το Λύκειο του χωριού – ένα σύγχρονο συγκρότημα που ενώνει γενιές μαθητών, ονειροπόλων και δασκάλων. Οι φωνές των παιδιών στα διαλείμματα σμίγουν με τις μυρωδιές των λουλουδιών από τις αυλές, δημιουργώντας ένα τοπίο ζωντανό και αισιόδοξο.

Περπατώντας στις γειτονιές του χωριού, ανακαλύπτεις παλαιά σπίτια με όμορφες αυλές, μπαξέδες με λουλούδια, και μικρές λεπτομέρειες που αφηγούνται τις ιστορίες των ανθρώπων του χωριού.

Ο κάμπος που απλώνεται γύρω είναι και αυτός μέρος της ζωής. Καθημερινά, άνθρωποι νέοι και ηλικιωμένοι εργάζονται με φροντίδα και επιμονή – οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι επαγγελματίες – όλοι τους δεμένοι με τη γη και τους κύκλους της.

Κι όταν πέφτει το φως του ήλιου, ο ουρανός βάφεται με πορτοκαλί και μοβ αποχρώσεις, δίνοντας στη φύση μια σχεδόν μαγική υπόσταση. Είναι η ώρα που το χωριό ησυχάζει, μα αναπνέει βαθιά. Κάθε σπιθαμή του αποπνέει μια ζεστασιά που δεν συναντάς εύκολα στις πόλεις. Είναι η αίσθηση του «ανήκειν», της αληθινής, ριζωμένης ζωής.


επικοινωνιστε μαζι μας