Το
φως του πρωινού ήταν θολό εκείνη τη μέρα. Όχι από τον καιρό, μα από κάτι πιο
λεπτό, πιο άυλο — σαν να γνώριζε ήδη η μέρα το βάρος που θα κουβαλούσε. Η
μητέρα δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Ζαλίζομαι», είπε, και η φωνή της έμοιαζε
μ’ εκείνες τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου που δεν θες να τελειώσει, αλλά
καταλαβαίνεις πως πλησιάζει στο τέλος του.
Τέσσερα
χρόνια είχε πιασμένο το βλέμμα της στα σύννεφα της λήθης. Από τότε που έφυγε ο
πατέρας — ο Αντώνης της — κάτι μέσα της έσπασε ήσυχα, χωρίς φωνή. Μόνο η
απουσία του ήταν εκεί, καθαρή, σαν φρέσκος πάγος πάνω στην καρδιά της. Η άνοια
δεν την άλλαξε αμέσως· την πήρε κομμάτι-κομμάτι, σαν παιδί που μαδάει ένα
λουλούδι, ένα πέταλο τη φορά.
Την
πήγαμε στο Νοσοκομείο. Τρεις μέρες την κράτησαν. Την τελευταία νύχτα, έμεινα
κοντά της. Το φως χαμήλωνε στις γρίλιες του θαλάμου, τα μηχανήματα αναστέναζαν
ρυθμικά, και η μητέρα — ανήσυχη, μισή εδώ και μισή αλλού — ζητούσε διαρκώς να
πάει στην τουαλέτα. Ήξερα πως της είχαν βάλει καθετήρα, αλλά το αίτημα ερχόταν
ξανά και ξανά, σαν ανάμνηση από ένα σώμα που ακόμα ήθελε να νιώσει πως υπήρχε.
Για
να της αποσπάσω τη σκέψη, έκανα κάτι απλό, σχεδόν παιδικό:
«Θες να σου πω ένα παραμύθι;»
Έγνεψε. «Ναι», είπε.
Και της είπα για τα εφτά κατσικάκια.
Αναστέναζε,
αντιδρούσε με ήχους μικρούς, γεμάτους ζωή. «Μπα!», «Πω πω!», «Άντε!». Ήταν
εκεί, μαζί μου, για λίγο — ίσως όσο διαρκεί ένα παραμύθι. Και τότε σκέφτηκα:
γιατί να μη της πω το παραμύθι της ίδιας της ζωής της;
Έσβησα
το φως. Το σκοτάδι δεν τρόμαζε πια. Είχε γίνει φιλικό, σχεδόν τρυφερό.
«Μια
φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό, ήταν ένα όμορφο παλικάρι που το λέγαν
Αντώνη…»
Της
μιλούσα για τον έρωτα της ζωής της, σαν να ήταν χαρακτήρας από παραμύθι — όχι
επειδή δεν ήταν αληθινός, αλλά επειδή η αλήθεια, όταν την αγαπάς, γίνεται
θρύλος.
Μίλησα
για τον γάμο της, για τα παιδιά της, για τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Για την
οικογένεια που άνθισε από τη ρίζα της. Για τις μέρες που κύλησαν ήσυχα ή άγρια,
μα πάντα με εκείνη παρούσα.
Και
όταν έφτασα στο τέλος, με φωνή που έτρεμε από μέσα μου, της είπα:
«…κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.»
Έμεινε
σιωπηλή για λίγο. Κι ύστερα είπε, με φωνή που έμοιαζε να έρχεται μέσα από το
ίδιο της το παρελθόν:
«Αχ, να ζήσεις χίλια χρόνια, παλληκάρι μου.»
Ήταν
η τελευταία της ευχή. Η τελευταία της λέξη.
Την άλλη μέρα, έφυγε.
Δεν
φώναξε. Δεν παραπονέθηκε.
Απλώς… πέρασε απ’ την άλλη πλευρά του παραμυθιού.
Και
τώρα, κάθε φορά που μπαίνει νύχτα και τα φώτα σβήνουν,
σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή,
το φως που δεν χρειαζόταν,
την ιστορία που έκλεισε μέσα σε μια αγκαλιά,
και καταλαβαίνω:
Η
μητέρα μου δεν πέθανε μέσα σε ένα Νοσοκομείο.
Έφυγε μέσα σε ένα παραμύθι.
Το δικό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου