Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Τρόμος στο νεκροταφείο του χωριού

 Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα

Ο ήλιος είχε πια δύσει και το σκοτάδι απλώθηκε σιγά-σιγά πάνω από το χωριό Βαλτινό. Το κρύο του Νοεμβρίου έκανε τη νύχτα να φαίνεται ακόμα πιο απειλητική. Οι κάτοικοι είχαν κλείσει τα σπίτια τους και το χωριό βυθίστηκε στη σιωπή, που διαταράσσονταν μόνο από τον ήχο του αέρα που φύσαγε ανάμεσα στα δέντρα.

Μόνο κάποιοι λίγοι θαμώνες στο καφενείο είχαν απομείνει και συζητούσαν σε ένα τραπέζι κοντά στη σόμπα. Έπιναν τα τσιπουράκια τους και αφηγούνταν διάφορες τρομακτικές ιστορίες, με πεθαμένους και φαντάσματα.

Κάποια στιγμή, όπως το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκαν και για το πόσο θάρρος χρειάζεται κάποιος για να πάει νύχτα στο νεκροταφείο. «Είναι σπάνιοι αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν τη δύναμη και την τόλμη να μπουν νύχτα σε νεκροταφείο», είπε ο Χρήστος. «Μπα, γιατί το λες αυτό», αντέδρασε ο Νάσιος, «εγώ θα μπορούσα να πάω». «Σιγά τον ψύχραιμο», είπε περιφρονητικά ο Γιάννης. «Τι στοίχημα βάζετε, ότι θα πάω, και μάλιστα θα σας φέρω και μια φωτογραφία από το μνήμα του παππού μου», είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Νάσιος. «Ένα κατοστάρικο στοίχημα», φώναξε κάποιος άλλος από την παρέα. «Έγινε» είπε ο Νάσιος, «θα πάω».

Ο Νάσιος, είχε ακούσει κι άλλες φορές για τις διάφορες φήμες, για τον τρόμο που στοιχειώνει το νεκροταφείο του χωριού. Καθημερινά οι πιο ηλικιωμένοι ψιθύριζαν για παράξενα φώτα που φάνηκαν εκεί τη νύχτα, για σκιές που κινούνταν ανάμεσα στους τάφους, για βήματα που ακούγονταν από το πουθενά. Όμως κανείς δεν τολμούσε να επισκεφτεί τον νεκροταφείο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όλοι το απέφευγαν, ως κάτι που ανήκε στο παρελθόν, στην άγνωστη ιστορία του χωριού.

Μα ο Νάσιος δεν τα πολυπίστευε αυτά. Η περιέργειά του, αλλά και η δέσμευση του λόγου του, ήταν πιο ισχυρές από κάθε φόβο. Ρούφηξε μονομιάς το υπόλοιπο τσίπουρο και βγήκε αθόρυβα από το καφενείο, και κατευθύνθηκε προς τα πλατάνια, όπου ήταν το νεκροταφείο.

Στη διαδρομή το σκοτάδι ήταν σχεδόν αδιαπέραστο. Μόνο η φεγγαρόλουστη επιφάνεια του δρόμου τον καθοδηγούσε. Σύντομα, το νεκροταφείο φάνηκε μπροστά του, με τους μαρμάρινους τάφους να υψώνονται σαν αμέτρητα αγάλματα σιωπής.

Η πόρτα του νεκροταφείου ήταν μισάνοιχτη, σαν να τον καλούσε να μπει μέσα. Ο Νάσιος πέρασε προσεκτικά, το κρύο τον διαπέρασε και μια παράξενη αίσθηση τον κυρίευσε. Ξαφνικά, άκουσε έναν ήχο, μακρινό και ακανόνιστο. Ήταν βήματα; Μια ξαφνική ανατριχίλα τον έκανε να σφίξει τα δόντια του και να προχωρήσει πιο γρήγορα.

Όταν έφτασε κοντά στον συγκεκριμένο τάφο του παππού του και έσκυψε να πάρει την εικόνα από το μνήμα, τα βήματα ακούστηκαν πιο κοντά. Έστρεψε το βλέμμα γύρω του. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά, αλλά η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά τον έκανε να κοκαλώσει. Στο βάθος, είδε μια αχνή μορφή να κινείται ανάμεσα στους τάφους, σιγά-σιγά, σαν να παρακολουθούσε τις κινήσεις του.  

Ο Νάσιος προσπάθησε να μην φωνάξει, να μην πανικοβληθεί. Ήξερε πως η φοβία του μπορούσε να παίξει κακό παιχνίδι με το μυαλό του, αλλά η μορφή αυτή δεν ήταν απλώς φάντασμα. Όσο πιο κοντά την πλησίαζε, τόσο πιο σιγουρευόταν ότι δεν ήταν μια σκιά ή ένα παιχνίδι του φωτός. Η μορφή είχε σάρκα, και τα μάτια της, παρά το σκοτάδι, έλαμπαν με ένα παράξενο φως.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Νάσιος, η φωνή του δειλά αναδεύτηκε στον αέρα.

Η μορφή στάθηκε, και για μια στιγμή φάνηκε να τον κοιτάζει, σχεδόν να τον εξετάζει. Στη συνέχεια, έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Νάσιος άρχισε να αναστενάζει με τρόμο. Το πρόσωπο της μορφής άρχισε να σχηματίζεται πιο καθαρά στο φως του φεγγαριού. Ήταν το πρόσωπο ενός άντρα, αλλά χωρίς εκφράσεις, σχεδόν μαρμαρωμένο, με μάτια που φαινόταν να μην ανήκουν σε άνθρωπο.

«Μην έρχεσαι εδώ» ακούστηκε η φωνή του, βαθιά και βραχνή, «το χωριό των πεθαμένων έχει τους δικούς του νόμους, και όσοι τους παραβιάζουν, τους καταπίνει».

Ο Νάσιος, παγωμένος από τον φόβο, έκανε ένα βήμα πίσω. Η μορφή τον παρακολουθούσε αμίλητη, και οι σκιές γύρω του έμοιαζαν να ζωντανεύουν. Η πόρτα του νεκροταφείου φάνηκε να ανοίγει, σαν να ήθελε να τον απορροφήσει.

Ξαφνικά μια δυνατή κραυγή, σαν να ήταν η φωνή ενός κορακιού από το παρελθόν, αντήχησε από τα βάθη του νεκροταφείου. Η μορφή εξαφανίστηκε, και το μόνο που έμεινε ήταν η φωνή της να αντηχεί για λίγο ακόμα, σβήνοντας αργά με τον αέρα.

Ο Νάσιος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτρεξε μακριά, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Όταν έφτασε στο σπίτι του, αναστενάζοντας από την αγωνία, σηκώθηκε από το κρεβάτι του και κοιτούσε την πόρτα με τρόμο.

Είχε ξυπνήσει καταϊδρωμένος και σιγά σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί ότι όλα αυτά ήταν ένα άσχημο όνειρο. Θυμήθηκε ότι το έτσουξε λίγο παραπάνω, το προηγούμενο βράδυ με την παρέα στο καφενείο.

Από εκείνη τη στιγμή, ο τρόμος του νεκροταφείου είχε γίνει δικός του. Δεν θα τολμούσε ποτέ να ξαναπλησιάσει μετά το σούρουπο αυτό μέρος.

Όμως, τις επόμενες μέρες, όταν κοιτούσε τη νύχτα έξω από το παράθυρο, έβλεπε συχνά μια αχνή μορφή να περπατάει γύρω από το νεκροταφείο, εκεί που τα φώτα του χωριού δεν έφταναν.



Τοπία του τόπου μας

 

Στις τρεις φωτογραφίες με τοπία του τόπου μας, αποτυπώνεται η αίσθηση του αχανές και του απέραντου, όπου η γη απλώνεται μπροστά σαν μία ήρεμη, στέρεη επιφάνεια. Το γήινο καφέ χώμα, με αρκετή οργανική ύλη και καλά αερισμένο έδαφος, άλλοτε να ξεκουράζεται κι άλλοτε οργωμένο και έτοιμο για να δεχθεί τη σπορά, υποδηλώνει το εύφορο της περιοχής. Η υψομετρική γραμμή στους πρόποδες του Κόζιακα, διαγράφεται στη μέση του κάδρου, από την δεντροστοιχία.

Ο ορίζοντας, με τις μαλακές του καμπύλες διαχωρίζει το κόσμο μας από τον ουρανό, ενώ η γραμμή του φαίνεται να χάνεται σε μία απόσταση που προκαλεί αίσθηση μεγαλείου και μυστηρίου.

Τα βουνά υψώνονται σαν φύλακες της γης, οι κορυφογραμμές τους σχηματίζουν μία έντονη αντίθεση με την απαλότητα του ορίζοντα. Κάθε κορυφή αναδύεται μέσα από την ομίχλη του χρόνου, σαν ένας σιωπηλός μάρτυρας των αιώνων.

Ο ουρανός από πάνω είναι τόσο απέραντος όσο και τα βουνά, γεμάτος με αποχρώσεις του μπλε που μεταβάλλονται με το φως. Η σύνθεση των εικόνων συνδυάζει γη, ουρανό και βουνό σε μια αρμονική ισορροπία, που προσφέρει στους παρατηρητές μία αίσθηση γαλήνης και ταυτόχρονα τους προκαλεί να νιώσουν την αέναη δύναμη της φύσης.


επικοινωνιστε μαζι μας