Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από τα γράμματα Η και Θ και παρουσιάζονται παρακάτω με
αλφαβητική σειρά:
HTA
ηλίαση η θηλ. ουσ.
πάθηση από υπερβολική ζέστη, θερμοπληξία: τόσις ώρις θέρου όξου στου λιουπύρι
πώς να μην παθς (πάθεις) ηλίαση
ηλιάτσι του ουδ. ουσ. 1) καλό αποτέλεσμα θεραπείας,
ιδίως από πρακτική ιατρική και γιατροσόφια: πήρα του ένα φάρμακου, πήρα
τ’άλλου, τίποτι· μόλις πήρα αυτό του βουτάνι , είδα ηλιάτσι ένα ένα 2) στη φράση πού να ιδείς ηλιάτσι απ’ τεαυτόν; (να ιδείς)
ήμιρους επίθ. η ήμιρους η ήμιρην του ήμιρου· ο ήμερος
ήπατα τα ουδ. ουσ.
στη φράση μι κόπκαν τα ήπατα
(φοβήθηκα πάρα πολύ)
ήσκιουμα του ουδ. ουσ. το ήσκιωμα, η σκιά, το απόσκιο
ησκιουμένους μετοχ. η ησκιουμένους η ησκιουμένην του ησκιουμένου·
λέγεται μεταφ. για άνθρωπο καλοφτιαγμένο, όμορφο (ιδίως για μελαχροινό): αυτός
είνι καλός, ησκιουμένους άντρας, αυτήν δεν είνι κι τόσο
ήσκιους η αρσ. ουσ. 1) η σκιά 2) μεταφ. ο λεπτός, ο
αδύνατος άνθρωπος: πώς αδυνάτσι έτσι , μαναχά η ήσκιους τ’ απόμκι (απόμεινε)
3) για άνθρωπο με όχι καλή εμφάνιση ή
όχι καλό χαρακτήρα, όπως στη φράση ντιπ ήσκιου δεν έχει αψλά τ’ (επάνω του)
ήταντους ήταντην ήταντου· ήταν τος, την, το· ήταν αυτός, αυτή,
αυτό: πού ήταντους κι έρχιτι τώρα; – πού ήταντις ούλις αυτές οι γναίκις; – πού ήταντα τα πιδγιά
ΘΗΤΑ
θάμα του ουδ. ουσ. το θαύμα· κάθε απότομη και
παράξενη είδηση: ακούς ικεί τι θάμα ήταν ν’ακούσου κι αυτό!
θαμαίνουμι ρ. μεταβ. και αμετάβ. παρατ. θαμαίνουμαν·
θαυμάζω, απορώ πάρα πολύ: τουν κοιτάζου τόσην
ώρα που μιγάλουσι τόσο κι θαμαίνουμι – ε, κι συ, σι θαμαίνουμι έτσι που καντς
θαμπούλα η θηλ. ουσ. και ως επίρρ. πολύ πρωί, πριν καλά καλά φέξει: θαμπούλα
ακόμα κι μι τη δρουσιά κινούσαμι για θέρο
θαμπουμάρα η θηλ. ουσ. το θάμπουμα στα μάτια, η θολούρα: κλείνουν
τα μάτχια μ’ απ’ τη θαμπουμάρα που έχου (νυστάζω πολύ) – έχου νια θαμπουμάρα
τώραεά, δε σι γλέπου απ’ την πείνα (πεινώ πολύ)
θαραπαύου ρ. μεταβ. αόρ. θαράπαψα θαραπαύουμι αόρ. θαραπαύκα μετοχ.
θαραπαμένους· θεραπεύω – θεραπεύομαι· νιώθω μεγάλη ικανοποίηση, ευχαριστιέμαι
πολύ, απολαμβάνω: να καντς καλό για να θαραπάψ (θεραπεύσεις) την ψυχή σ’ –
θαραπαύκα φαΐ – θαραπαύκα ύπνου
θάρρ(η)κα ρ. αόρ. του ρ. θαρρεύου παίρνω θάρρος, κουράγιο: πιρνούσα δύσκουλα
μαναχιά μ’ κι όταν απουλύτχι η γιος μ’ απ’ του στρατό, θάρρκα λίγου κι γω
θείτσα η θηλ. ουσ. 1) υποκορ. της λέξης θεία·
γυναίκα πολύ στενή συγγενής από μάνα ή πατέρα: η θείτσα μ’ η Βάγγιω – η θείτσα
μ’ η Βασίλαινα 2) προσφώνηση κάθε ηλικιωμένης γυναίκας: ρώτσα μνια θείτσα κι μ’έδειξι απ’ τι πού να πάει σι κείνου του σπίτι 3) ειρωνικά για κακοντυμένη γυναίκα ή για
μεγάλύτερης ηλικίας: ντύνιτι σα θείτσα – αυτός είνι νέους κι αυτήν νια θείτσα υποκορ. θειτσούλα