Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Το μυστικό του καμπαναριού

 Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα

Στο παλιό χωριό του Βαλτινού, το Παλιοχώρι, εκεί αρχές περίπου του1890, που οι δρόμοι ήταν έρημοι και οι μνήμες των κατοίκων ζωντανές, όπως τα πλατάνια που στέκονται αγέρωχα στα διάφορα σημεία του χωριού, υπήρχε μια ερειπωμένη εκκλησία που όλοι γνώριζαν, μα ελάχιστοι πλησίαζαν. Το παλιό ερειπωμένο τέμενος του ναού του Αγίου Αθανασίου είχε πάντα μία παράξενη αύρα. Χρόνια και χρόνια, οι κάτοικοι έλεγαν ιστορίες για το καμπαναριό της εκκλησίας που κάποτε στεκόταν ψηλά σαν φρουρός πάνω από το χωριό.

Αλλά κανείς δεν τολμούσε να ανέβει εκεί, ούτε οι πιο τολμηροί. Οι παλαιότεροι λέγανε ότι το καμπαναριό ήταν στοιχειωμένο και ότι τη νύχτα κάποιες φορές, ακουγόταν ένας περίεργος ήχος, σαν χτύπημα καμπάνας, αν και ποτέ δεν έβλεπε κανείς την καμπάνα να κουνιέται.

Ο Σωτήρης, ένας νέος άντρας που είχε μεγαλώσει στο χωριό, ήταν πάντα περίεργος για το μυστήριο του καμπαναριού. Ο παππούς του, ο κυρ-Ανδρέας του είχε πει πολλές φορές να μην πλησιάσει εκεί ψηλά, καθώς «ο τόπος είχε το δικό του μυστικό». Αλλά ο Σωτήρης δεν μπορούσε να ξεχάσει τις ιστορίες που είχε ακούσει όταν ήταν παιδί. Μια βραδιά, αφού η τελευταία ακτίνα του ήλιου χάθηκε πίσω από τον Κόζιακα και το φως των φαναριών άρχισε να τρεμοσβήνει, αποφάσισε να ανακαλύψει μόνος του την αλήθεια.

Ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε προς το Παλιοχώρι. Ο ψυχρός ήχος από τα βήματα του αλόγου αντηχούσε στην απόλυτη σιωπή του ερειπωμένου χωριού. Όταν έφτασε στην εκκλησία, στάθηκε μπροστά από την είσοδο και κοίταξε το καμπαναριό. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και η κορυφή του καμπαναριού φαινόταν να αγγίζει το σκοτεινό πέπλο της νύχτας.

Η πόρτα του καμπαναριού ήταν κλειστή, αλλά το κλειδί βρισκόταν στην τσέπη του παπαθανάση, του ιερέα του χωριού, ο οποίος ήταν ο μόνος που κατοικούσε ακόμα εκεί. Ο Σωτήρης δεν δίστασε. Χτύπησε την πόρτα του παππά και, μετά από λίγα λεπτά, εκείνος του άνοιξε. «Σωτήρη, τι θέλεις εδώ, τέτοια ώρα;» τον ρώτησε με απορία, αλλά και ανεπαίσθητη ανησυχία στο βλέμμα του. 

«Παπά, θέλω να μάθω τι κρύβεται στο καμπαναριό. Όλοι μιλάνε για το μυστικό του καμπαναριού, αλλά κανείς δεν έχει δει ποτέ κάτι. Τι συμβαίνει εκεί πάνω;»

Ο παπάς τον κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα του αποκάλυπτε το μυστικό. Τελικά, αναστενάζοντας του είπε: «Αν επιμένεις, ακολούθησε με, αλλά να ξέρεις, ότι κάποια πράγματα ίσως είναι καλύτερα να μένουν κρυμμένα».

Ο παπαθανάσης άναψε δυο κεριά  και κατευθύνθηκε μαζί με τον Σωτήρη προς το καμπαναριό. Άνοιξε την πόρτα και ανέβηκε τη σκάλα, σιγά-σιγά με τον Σωτήρη να κοιτάζει γύρω του. Η ατμόσφαιρα εκεί πάνω ήταν βαριά και η μυρωδιά από το παλιό ξύλο και την μούχλα ήταν έντονη. Όταν έφτασαν στην κορυφή, ο παπάς έδειξε την καμπάνα που ήταν σκεπασμένη με ένα παλιό πανί. «Δες,» είπε ο παπάς, «αυτή η καμπάνα χτυπά μόνο όταν κάποιος από το χωριό πεθάνει. Αλλά δεν είναι συνηθισμένη καμπάνα. Χτυπάει μόνο όταν πεθαίνει κάποιος ή όταν πρόκειται να συμβεί κάποιο μεγάλο κακό.»

Ο Σωτήρης τον κοίταξε με απορία. «Και πώς χτυπάει, αφού δεν την αγγίζει κανείς;»

Ο παπαθανάσης τον κοίταξε με μια σκιά θλίψης στα μάτια του και του είπε. «Το βλέπεις εκείνο το μικρό γλυπτό, από ελαφρόπετρα, που έχει κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά φιδιού;». Ο Σωτήρης κοίταξε προσεκτικά και, πράγματι, διέκρινε το περίεργο τερατώδες σύμπλεγμα που ήταν πίσω από την καμπάνα. «Αυτή είναι μια  από τις αμέτρητες φρικαλέες δημιουργίες της φύσης, έχει στοιχειώσει εδώ, από τον καιρό της χολέρας. Είναι μια χίμαιρα που προσπαθεί να καταστρέψει την ανθρώπινη κοινωνία. Και όσο υπάρχει το σώμα της εδώ, θα ζούμε πάντα με τον κίνδυνο της καταστροφικής δύναμης, που μπορεί να προκαλέσει ανά πάσα στιγμή στον τόπο μας. Γι’ αυτό, μόνο εκείνες τις φορές που η μοίρα του χωριού καλεί την καμπάνα, αυτή χτυπά μόνη της».

Ο Σωτήρης έμεινε άφωνος. Κοίταξε τον παπά στα μάτια και γρήγορα κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. «Χρειάζομαι ένα λοστό ή μια αξίνα» είπε στον παπά.

Ο παπάς πήρε μία βαθιά αναπνοή, κατέβηκε και κατευθύνθηκε στην μικρή αποθήκη. Σε λίγο γύρισε με μια αξίνα και την έδωσε στον Σωτήρη.

Ο Σωτήρης στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας μια την καμπάνα και μια τη χίμαιρα, καθώς ανακάλυπτε για πρώτη φορά το σκοτεινό μυστήριο που είχε πλέξει η ιστορία του χωριού με τη χολέρα.

Γκρέμισε το γλυπτό, το φόρτωσε στο άλογό του και κατευθύνθηκε προς τη Σαλαμπριά, όπου και το πέταξε στα βαθιά νερά της.

Από εκείνη τη νύχτα, η καμπάνα δεν ξαναχτύπησε ποτέ, αλλά ούτε ο Σωτήρης ξαναφάνηκε ποτέ στο χωριό. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε.

Μόνο, ο παπαθανάσης ήξερε ότι το μυστήριο δεν είχε τελειώσει. Και ίσως, κάποια μέρα, θα ξαναχτυπήσει, φέρνοντας μαζί του το αίνιγμα του χωριού που κανείς δεν ήθελε να θυμάται.



Διαβάζοντας μια φωτογραφία «Η καρδιά του δέντρου»

 

Μια γιαγιά, καθισμένη ταπεινά σε μια καρέκλα, κρατά στην αγκαλιά της δυο μικρά κοριτσάκια. Δίπλα της, τρία αγοράκια - λίγο μεγαλύτερα - την περιστοιχίζουν με βλέμματα γεμάτα αθωότητα και θαυμασμό. Πέντε εγγόνια. Πέντε μικρές καρδιές, καρποί της ζωής των τριών της παιδιών - του Αντώνη, της Μαριέττας και του Γιώργου. Πέντε κομμάτια από την ψυχή της.

Το χαμόγελο της γιαγιάς Λίτσας είναι ήρεμο, βαθύ, γεμάτο ευγνωμοσύνη. Δεν είναι απλώς ευτυχισμένη. Είναι πλήρης. Μέσα σε αυτή τη στιγμή, κάθε δυσκολία, κάθε θυσία, κάθε σιωπηλή αγωνία των χρόνων που πέρασαν, βρίσκει νόημα. Τα μάτια της δεν κοιτάζουν μόνο το παρόν, βλέπουν το παρελθόν που οδήγησε εδώ και το μέλλον που γεννιέται μέσα από αυτά τα παιδιά.

Η εικόνα αυτή είναι ένας ύμνος στη συνέχεια, στη ρίζα και στον καρπό. Η γιαγιά δεν κρατά απλώς τα εγγόνια της. Κρατά την μνήμη, την αγάπη, την οικογένεια. Σαν ένα δέντρο που άντεξε τις εποχές και τώρα χαίρεται τον ίσκιο που προσφέρει.

Μια φωτογραφία γεμάτη σιωπηλή δύναμη. Ένα κάδρο αγάπης που δεν χρειάζεται λέξεις - μόνο βλέμματα, αγγίγματα, και την αόρατη κλωστή που ενώνει γενιές.


επικοινωνιστε μαζι μας