Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Μ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
μαγάρσμα του ουσ.  στη φράση να, μαγάρσμα, μ’ έκουψις την ανάσα μ’
μι τς φουνές που βάειζ (χαϊδευτικά σε μικρό παιδί ζαβολιάρικο)
μαγκλαράς  η αρσ. ουσ. 
και μαγκλάρας θηλ. η μαγκλαρού· ψηλός και άχαρος άντρας, νταγκλαράς
μαγκούφκους  επίθ. η μαγκούφκους η μαγκούφκην του μαγκούφκου·
ο μαγκούφικος, ο άχρηστος, ο ανεπρόκοπος: έχασα του γουμάρι· πού ’ξαφανίσκι,
ρε, του μαγκούφκου; – μαγκούφς κι αυτός, μαγκούφκα κι τα πιδγιά τ’ (άχρηστα,
ανεπρόκοπα)
μάεα  τα ουδ.ουσ. τα μάγια: λεν τάχα ότι τς έκαναν
μάεα κι για ταύτου (γι’αυτό) χάλασι η γάμους
μαειργιό  του ουδ. ουσ. μαγερειό, το μαγειρείο· ιδιαίτερος
χώρος, πολλές φορές ιδιαίτερο οίκημα στα νοικοκυριά των χωριών, όπου παρασκευάζονταν
και μαγειρεύονταν τα φαγητά. Στον ιδιο χώρο υπήρχε ο μπουχαρής, η γάστρα και
όλα τα χαλκώματα και τα τεντζερέδια (τα μαγειρικά σκεύη)· υπήρχαν επίσης όλα τα
τρόφιμα, αποθηκευμένα ή αρμαθιασμένα και κρεμασμένα στους τοίχους
μάκους  η αρσ. ουσ. ποώδες φυτό, σαν την παπαρούνα, με
άνθη μωβ· φύονταν στους κήπους· το χρησιμοποιούσαν οι γιαγιάδες κι οι μαμάδες
ως υπνωτικό - ηρεμιστικό για τα μικρά παιδιά. Είναι το λεγόμενο όπιο. Με
αυστηρή νομοθεσία απαγορεύτηκε η ύπαρξή του στους κήπους
μακρουσκνάου  ρ. αόρ. μακρουσκοίντσα 1) δένω με μακρύ σκοινί
το ζώο να βοσκήσει σε βοσκότοπο: να πας στου λιβάδι τ’άλουγα να τα μακρουσκνήεις
 2) μεταφ. στη φράση τι θελτς κι την
μακρουσκνάς έτσι  την κουβέντα; (την
παρατείνεις)
μαλαγάνας  η αρσ. ουσ.  θηλ. η μαλαγάνα και μαλαγάνου· αυτός που
προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακεία, πονηριά, υστεροβουλία
μαλαγανιά  η θηλ. ουσ. 
η συμπεριφορά του μαλαγάνα: μι τς μαλαγανιές τ’ τα πιτχαίνει  ούλα,όχι 
ότι  είνι κι κάνας έξυπνους
μαλαφράντζα  η θηλ. ουσ. 
αφροδίσιο (ή και κάθε άλλο νόσημα)
μαλαφραντζιάρς   επίθ. η
 μαλαφραντζιάρς  η μαλαφραντζιάρα  του μαλαφραντζιάρκου· ο αρρωστιάρης, ο
καχεκτικός
μαλιμάτι  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα μαλιμάτχια· γαλιφιά, μαλαγανιά,
κολακεία
